Ο Γιώργος Σίμωνας μιλάει για την παράσταση «1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!»

Ο Γιώργος Σίμωνας μιλάει για την παράσταση «1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!»

1975: Οι νέοι παρασύρονται από τους ρυθμούς της ντίσκο και του σέικ. Η σεξουαλική απελευθέρωση προσπαθεί να βρει τη θέση της στη συντηρητική Ελλάδα, ενώ η μάστιγα των ναρκωτικών μεγαλώνει επικίνδυνα. Παράλληλα στους δρόμους της Αθήνας, η φτώχεια μαστίζει τους πολίτες. Ληστείες και αυτοσχέδιες βόμβες καθημερινά. Ο κόσμος είναι σε ένταση. Μια χαλαρή βραδιά στην ντίσκο, μια παρέα ανθρώπων προσπαθεί να θέσει σε εφαρμογή ένα αισιόδοξο σχέδιο, να φτιάξουν τη δική της, ελληνική «Εμμανουέλα», μετά τη λογοκρισία της γαλλικής προβολής της ταινίας στις αίθουσες της χώρας. Τι μπορεί να συμβεί σε μια νύχτα;

Η θεατρική παράσταση «1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!» είναι μια ιστορία μυθοπλασίας βασισμένη σε συνεντεύξεις που έγιναν ειδικά για αυτόν τον σκοπό, οπτικό υλικό, ντοκιμαντέρ, έντυπο και αρχειακό υλικό, έρευνα πάνω στα μουσικά ρεύματα και μουσικά στέκια και πάνω από όλα, μελέτη πάνω στα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα της εποχής. Αυτή η υβριδική προσέγγιση στο θέατρο ντοκουμέντο μέσα από το πρίσμα της μαύρης κωμωδίας κλείνει το μάτι στα 70ς με συμπάθεια, ενδιαφέρον και βαθιά κατανόηση της αρχής της ελληνικής μεταπολίτευσης.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σίμωνας μιλάει στην Ελένη Κασούρα για την παράσταση!

Ποιος ήταν ο λόγος που επιλέξατε να γράψετε ένα θεατρικό έργο που η ιστορία διαδραματίζεται στο 1975 και αφορά μια ταινία που απαγορεύτηκε από τους κινηματογράφους;

Η ιδέα αλιεύτηκε από ένα βιβλίο του πασίγνωστου αθηνογράφου Γιάννη Καιροφυλά, Η Αθήνα στη δεκαετία του ’70. Ήθελα από καιρό να ανεβάσω ένα έργο για ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα, για καταστάσεις που αφορούν τη χώρα μας. Σκεφτόμουν ένα έργο που να διαδραματίζεται σε μια νύχτα, ίσως σε μία ντίσκο. Πάντα ξεκινώ από τα έξω προς τα μέσα, από τα γύρω γύρω. Σκέφτομαι πάντα την ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, ίσως τη χρονική στιγμή, φαντάζομαι τους ανθρώπους μέσα σε αυτά, ακούω ανάλογες μουσικές και ψάχνω συνέχεια το θέμα, την ιστορία. Τι με εμπνέει σε όλα αυτά που σκέφτομαι; Γιατί σκέφτομαι αυτά συγκεκριμένα; Τι θέλω να πω; Πολλές φορές λοιπόν το θέμα βρίσκεται μαζί με το έργο, κάτι που δεν είναι και παράλογο. Όταν βρήκα λοιπόν το σκάνδαλο που προέκυψε με την Εμμανουέλα εμφανίστηκαν όλα μαζί! Ένα έργο που μιλά για τη λογοκρισία, το σεξ (μεγάλο θέμα με το οποίο καταπιανόμαστε σε αυτό το έργο και μάλιστα το σεξ στις τέχνες) αλλά πάνω από όλα, τι αντίκτυπο είχε στις ζωές των τότε ανθρώπων. Ποιοι ήταν οι «τότε άνθρωποι»; Θέλω να πω, ναι, ξέρω τον τάδε άνθρωπο που τώρα είναι 70 και τότε ήταν νέος. Αλλά τον ξέρω τώρα. Τότε, τι ήταν άραγε; Η ταινία με λίγα λόγια και η απαγόρευσή της έκανε το σπρώξιμο ώστε να προκύψουν ένα σωρό ερωτηματικά. Τα ίδια τα ερωτηματικά δίνουν και το πλαίσιο στο γιατί ήθελα να ασχοληθώ: φερ’ ειπείν, το κατέβασμα της Εμμανουέλας συνοδεύτηκε με πορείες στους δρόμους και συνθήματα όπως το «ΨΩΜΙ-ΣΑΡΔΕΛΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ». Αυτός ο τρόπος διεκδίκησης των δικαιωμάτων μου προξενεί μια μεγάλη λαχτάρα να βρω πώς συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι τότε. Κάθε έργο είναι και μια επίσκεψη σε έναν κόσμο. Μια αφορμή. Ε, αυτή η αφορμή δόθηκε με το συγκεκριμένο ντοκουμέντο.

 

Γιατί η ταινία Εμμανουέλα ‘έπεσε’ από τους ελληνικούς κινηματογράφους το ’75;

Η ταινία εκκίνησε σε εννέα κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας. Έκοψε μέσα σε μία εβδομάδα 330.000 εισιτήρια, αριθμός ασύλληπτος αν σκεφτούμε το είδος ταινίας. Το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο. Δυστυχώς όμως, τα κατάλοιπα της χούντας παρέμεναν: ο νόμος περί ασέμνων από την περίοδο της επταετίας δεν είχε καταργηθεί και έτσι, ύστερα από μια καταγγελία ενός πολίτη, η ταινία απαγορεύτηκε και προφυλακίστηκαν οι αιθουσάρχες και ο παραγωγός. Έγινε ειδική προβολή της ταινίας στον ‘Ορφέα’, μόνο για δικαστικούς, αστυνομικούς και λίγους καλλιτέχνες για να εξακριβώσουν αν η ταινία προσβάλλει τα ήθη. Τελικά, οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά ύστερα από τη (διάσημη) δίκη, αποφάσιστηκε να μη συνεχιστεί η ταινία και τα σινεμά να σφραγιστούν. Η «Εμμανουέλα» έπεσε θύμα της περιόδου εξυγίανσης του κράτους, η πρόοδος και η ελευθερία άργησαν να εδραιωθούν.

Η παράσταση έχει στοιχεία ντοκουμέντου. Ποια γεγονότα από όσα θα εκτυλιχθούν είναι πραγματικά και πόσο δύσκολο ήταν να αντληθούν από το χρονοντούλαπο της ιστορίας;

Κανένα από τα στοιχεία της πλοκής δεν είναι αληθινό – τώρα, αν πραγματικά μια ομάδα ατόμων θέλησαν να φτιάξουν τη δική τους «Εμμανουέλα», αυτό δεν το γνωρίζω. Όμως τα περισσότερα πράγματα που αφηγούνται οι (πλασματικοί) ήρωες μεταξύ τους είναι αληθινά, βγαλμένα μέσα από την έρευνα που κάναμε με τους συνεργάτες μου (συνεντεύξεις, έντυπο υλικό κτλ.). Οι πληροφορίες που μαθαίνουμε από το πρώτο λεπτό είναι όλες αληθινές, η ιστορία που αφορά αυτούς μέσα στην ντίσκο είναι πλασματική. Έτσι, έχουμε να κάνουμε με έναν διάλογο φανταστικής ιστορίας, με πραγματική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια ψεύτικη φούσκα ενώ γύρω μας μαθαίνουμε τι έγινε και τι γίνεται εκείνη την περίοδο. Είναι μια διαφορετική οπτική για το πώς αντιμετωπίζεις τα ντοκουμέντα που έχεις στα χέρια σου. Τώρα, ο βαθμός δυσκολίας ήταν μεγάλος γιατί η μυθοπλασία (η παρδαλή ιστορία που εφηύραμε) συνομιλεί με τα γεγονότα της ζωής και τα μετατρέπει ή καλύτερα, δίνει το δικό της νόημα: τι θα γινόταν αν μέσα σε αυτή τη χρονική στιγμή συνέβαινε κάτι τέτοιο, παράδοξο, μέσα στους τοίχους μιας ντίσκο;

 

Με ποιο τρόπο η νέα ταινία που επιλέγουν να γυρίσουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας επιφέρει την κάθαρση;

Η δεκαετία του 70 ήταν μια άκρως παραγωγική περίοδος για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ιδίως το 1975 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για το σινεμά του φανταστικού. Ταινίες με βαμπίρ, εξωγήινους, μαλακά και σκληρά πορνό (ο πρωταγωνιστής Κώστας Γκουσγκούνης ήταν ο «πρίγκιπας» του είδους τότε), μεταφυσικά και δυστοπικά θρίλερ, όλα γυρισμένα σε φιλμ (δεν είχε μπει στο παιχνίδι ακόμη η βιντεοκασέτα) με πολυάριθμους νέους και παλιότερους σκηνοθέτες να παράγουν καινούργιες θεότρελες ιδέες. Το σινεμά ήταν σε άνθηση παρόλη την ένδεια. Όταν βγήκε στις αίθουσες η «Εμμανουέλα», σε πολλά σινεμά, πριν την προβολή, παρίστατο ένας ηθοποιός μπροστά στους θεατές, εξυμνώντας τα ελληνικά πορνό και υπογραμμίζοντας την αξία τους συγκριτικά με τα ξένα, όπως αυτό που μετά από λίγα λεπτά θα παρακολουθούσαν! Με το τέχνασμα να βάλουμε μια ομάδα καλλιτεχνών να αναπαράγουν την ταινία στα ελληνικά, από την μία δίνουμε την αίσθηση της ανεξέλεγκτης αντιγραφής ξένων πρωτοτύπων που οργίαζε εκείνη την περίοδο (διασκευές ταινιών, μουσικών κομματιών) και από την άλλη, φωτίζουμε το αίσθημα αμέριστης αισιοδοξίας και ονείρων που υπήρχε. Μετά από εφτά χρόνια στον «γύψο» οι άνθρωποι αισθάνονταν ότι είχε «έρθει η στιγμή τους» (φράση που ακούγεται συνέχεια μέσα στο έργο), ότι ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, ότι, επιτέλους, έπρεπε να κάνουν κάτι μεγάλο και θαυμαστό, να γίνουν «κάποιοι», να δράσουν, να αφήσουν το αποτύπωμά τους, να ακουστεί η φωνή τους που για τόσα χρόνια σιωπούσε. Αισθάνονταν ότι είχαν μείνει πίσω – και έτσι ήταν. Άρα η ταινία λειτουργεί ως σύμβολο, ως μυθικό αντικείμενο που πρέπει να ανακτήσουν και να ξεπεράσουν. Ας μην ξεχνάμε πως η γαλλική ταινία επέβαλε την παρουσία της στα μεγάλα σινεμά, τα κεντρικά, χώροι απλησίαστοι για τις ερωτικές ταινίες. Με αυτό τον τρόπο άνοιξε η πιθανότητα να αντιμετωπιστούν ως σοβαροί καλλιτέχνες αυτοί που μέχρι πρόσφατα αντιμετωπίζονταν ως περιθωριακοί. Με την «Εμμανουέλα» ξεκίνησε ο διάλογος με θέματα που αφορούσαν όχι μόνο την τέχνη, αλλά τον πολιτισμό, την κοινωνία, τον τρόπο σκέψης, τα φύλα, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Και όλα αυτά 48 χρόνια πίσω. 

Τι σημαίνει η κάθαρση για κάθε ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας;

Αυτό που συνδέει ουσιαστικά τα πρόσωπα του έργου είναι η έννοια της φιλίας. Πρέπει να κατανοήσουμε τη λέξη αυτή καθώς παρακολουθούμε την παράσταση, τι σημαίνει δηλαδή φιλία, σύνδεση, εκείνη την εποχή. Πιστεύω ότι αν και τα εξωτερικά γνωρίσματα μοιάζουν με τις έννοιες όπως τις βιώνουμε σήμερα, η ουσία είναι πολύ διαφορετική, πολύ διαφωτιστική και έχει να μας διδάξει πολλά. Αν λοιπόν η κάθαρση σημαίνει για κάθε πρόσωπο μια κατάληξη στο θέμα που αγωνίζεται να φέρει εις πέρας, ο βωμός στον οποίο θυσιάζονται όλοι τους και με μανία παλεύουν να κρατηθούν, είναι αυτός της φιλίας. Η όποια κάθαρση (προσωπικά πιστεύω ότι είναι ομιχλώδης έννοια στα σύγχρονα έργα) συντελείται μόνο υπό το πρίσμα της φιλίας. Ο ενωτικός χαρακτήρας των σχέσεων τότε ήταν ασύλληπτος σε σχέση με τον σημερινό, αν και δεν ήταν κάτι καινούργιο: η έκρηξη της συλλογικότητας έγινε στα 60s. Στα 70s άρχισε η μετάβαση προς τον ατομισμό. Στην Ελλάδα όμως, ύστερα από εφτά χρόνια χούντας, απαγορεύσεων, καταστολής, βασανιστηρίων, φόβου, ήταν οξυμένη η ανάγκη για δέσιμο, ένωση. Ό,τι χάσαμε από τις παγκόσμιες αλλαγές τα τρία τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 60, τα περάσαμε με τον δικό μας τρόπο, τα πρώτα μεταχουντικά χρόνια. Έτσι έγινε και με την ανάγκη για σύνδεση. Δεν κράτησε πολύ, αλλά υπήρχε τότε, το ‘75, το ‘76, το ‘77. Στην Ελλάδα η φθορά των διαπροσωπικών σχέσεων κοινωνικά ξεκίνησε την επόμενη δεκαετία, τη «δεκαετία της αφθονίας».

 

Εκτός από τη συγγραφή, έχετε αναλάβει και τη σκηνοθεσία της παράστασης. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας σκηνοθέτης που σκηνοθετεί ένα δικό του έργο;

Τα τελευταία χρόνια έχω αφιερώσει τη δουλειά μου στις διασκευές ιδεών και κυρίως κειμένων – λογοτεχνία, βιογραφίες, ιστορικές αναφορές. Η συγγραφή δεν προκύπτει από προσωπική έμπνευση πρωτότυπης ιδέας. Δανείζομαι την ιδέα από άλλον συγγραφέα και τον διασκευάζω από το θέατρο. Νιώθω πιο δημιουργικός έτσι. Στην «Εμμανουέλα» όλο το υλικό αντλήθηκε από τις συνεντεύξεις και από πράγματα που βρήκαμε στον ερευνητικό μας δρόμο. Ακόμη και οι χαρακτήρες είναι βασισμένοι σε τύπους και πρόσωπα, που, είτε συναντήσαμε είτε ακούσαμε διηγήσεις για αυτά: ένας σκηνοθέτης ερωτικών ταινιών, ένας αστυνομικός, ένας ιδιοκτήτης κλαμπ, ένας παραγωγός, ο Θόδωρος Βενάρδος κοκ. Εξ’ ου και η παράσταση, όπως θα διαπιστώσετε δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, δεν βασίζεται εκεί, έρχεσαι να παρακολουθήσεις μια τυχαία βραδιά σε ένα αθηναϊκό κλαμπ, τον Απρίλιο του 1975. Άρα, σε αυτό που συνέβαλα ήταν ο σχεδιασμός μιας πλοκής που να εξυπηρετεί πλαγίως τα γεγονότα και να αφήσω τους χαρακτήρες να εξελιχθούν από μόνοι τους. Το αποτέλεσμα στάθηκε εξαιρετικά διασκεδαστικό. Το να μπορείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο από το μηδέν, κοντά στον πραγματικό αλλά επί της ουσίας καινούργιο, σου ανοίγει άπειρες αισθητικές πιθανότητες και δημιουργικές προοπτικές. Δεν αισθάνθηκα στιγμή ότι σκηνοθετώ ένα δικό μου έργο. Αισθάνθηκα ότι δημιουργώ έναν δικό μου κόσμο μέσα στον κόσμο του τότε. Συνομιλώ με τις καταστάσεις του τότε, παρατηρώ την ομιλία των ανθρώπων, τον χορό, την τρέλα, τις φιλίες, τις απογοητεύσεις και τα όνειρα. Θέλησα να υπηρετήσω αυτά που άκουσα από τα στόματά τους και η δυσκολία αποκαλύφθηκε όταν αναρωτήθηκα τι θέλω να πω εγώ μέσω αυτών των ιστοριών. Αλλά αυτό θα γινόταν και με οποιοδήποτε άλλο έργο ξένου συγγραφέα.

Η «Εμμανουέλα» λογοκρίθηκε. Θεωρείτε ότι στις μέρες μας υπάρχει κάποιου είδους λογοκρισία στον τομέα των τεχνών; 

Όχι μόνο. Πιστεύω πως υπάρχει λογοκρισία σχεδόν σε κάθε κίνηση και ενέργεια της καθημερινότητάς μας. Υπάρχει φόβος. Ο φόβος γεννά ένα επικριτικό πνεύμα προς όλους και όλα. Ζούμε, όπως θα έλεγε ο Φουκώ, ένα καινούργιο βικτωριανό καθεστώς: όλα απαγορεύονται και όλα επιτρέπονται κάτω από κανόνες και νόμους. Υποκύπτουμε σε μια νέα πραγματικότητα που από την υπερβολική ευπρέπεια και δουλική στάση προς οποιονδήποτε παραδειγματισμό, τον φόβο μιας αόρατης τιμωρίας «αν δεν είσαι σωστός/η» καταλήγουμε οκνηροί, ανάπηροι, σκέλεθρα χωρίς ζωή, βουβοί παρατηρητές μέσα από κλειστά παράθυρα. Και δυστυχώς η λογοκρισία έχει γίνει τρόπος ζωής, στάση απέναντι στα πράγματα, ένας στεγνός διδακτισμός γύρω μας, παντού, μια επιλογή για το τι θα δούμε, τι θα απολαύσουμε, τι θα προτιμήσουμε. Η λογοκρισία έγινε και αυτή μόδα. Οι τέχνες φτάνουν σε σημείο να μην λογοκρίνονται γιατί έχουν λογοκρίνει οι καλλιτέχνες τους εαυτούς τους καθώς φτιάχνουν το έργο τέχνης. Σαν ένα παιδί που από το πολύ ξύλο φαίνεται τόσο καλό και γλυκό προς τα μάτια των έξω γιατί έχει φτιαχτεί για να είναι έτσι: με την παρουσία του εξηγεί πόσο κακό είναι να είσαι άτακτο. Είναι το παιδί «παράδειγμα».

Ευχαριστούμε τον Γιώργο Σίμωνα για την παραχώρηση της συνέντευξης!

Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση εδώ

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.