Αντανακλάσεις | Μίνα Κουζούνη

Η αίθουσα τέχνης Τεχνοχώρος παρουσιάζει την ατομική έκθεση ζωγραφικής της Μίνας Κουζούνη με τίτλο «Αντανακλάσεις», σε επιμέλεια του Άγγελου Αντωνόπουλου.
"Πρόσεχε: όποιος υποδύεται το φάντασμα τελικά μεταμορφώνεται σε αυτό.
Ροζέ Καγιουά, 1935
Όπως αφοπλιστικά επισημαίνει ο Γάλλος διανοητής Ροζέ Καγιουά στο δοκίμιο του «Μιμητισμός και Θρυλική Ψυχασθένεια» του 1935, όλα τα προβλήματα της ύπαρξης μπορούν, και μάλλον πρέπει, να αναχθούν στο επίπεδο της διάκρισης. Η διάκριση άλλωστε αποτελεί το αντικείμενο ολόκληρης της ιστορίας της μελέτης του κόσμου από τον άνθρωπο: γνώση και άγνοια, ομορφιά και ασχήμια, καλό και κακό. Ανάμεσα σε αυτά τα δίπολα, αυτό που προκύπτει ως το πλέον επιτακτικό για το συγγραφέα – η διάκριση που κατά κάποιο τρόπο είναι η πιο ηχηρή, είναι αυτή μεταξύ του υποκειμένου και του περιβάλλοντός του. Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η διάκριση που θα περιμέναμε να αποδεικνύεται ως η πιο ξεκάθαρη και χειροπιαστή.
Ο Καγιουά έγραφε σε μία περίοδο κατακλυσμιαίων κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταβολών. Σε διάστημα μερικών δεκαετιών, οι λαοί της Ευρώπης είχαν ολοκληρώσει τη μετάβαση τους σε μαζικές δημοκρατίες, οργανωμένες σε γιγάντιες μητροπόλεις, χαρακτηρισμένες από τη ραγδαία τεχνολογικοποίηση της ζωής. Παράλληλα, αυτός ο νέος, εκβιομηχανισμένος τρόπος ζωής είχε ήδη δείξει τα δόντια του: μόλις δύο δεκαετίες πριν, η Ευρώπη είχε μεταμορφωθεί στο πεδίο όπου τα απομεινάρια του 19ου αιώνα θα συνθλίβονταν κατά τη σύγκρουση τους με άρματα μάχης, πολεμικά αεροσκάφη, πολυβόλα, και χημικά αέρια. Λίγα μόνο χρόνια μετά, οι υποψίες αυτές θα επιβεβαιώνονταν με τη νοσηρή υποβάθμιση της αξιοπρέπειας του ανθρώπινου σώματος σε βιομάζα. Ο νέος κόσμος είναι αυτός μίας ύλης φαινομενικά απεριόριστων δυνατοτήτων, μεταξύ των οποίων και η αγριότητα σε μία πρωτόγνωρη κλίμακα.
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας προξενεί έκπληξη ότι πολλοί από τους πρωτοπόρους του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού μοντερνισμού διέγνωσαν αυτή τη νέα συνθήκη από νωρίς, κάτι που αποδεικνύεται από τον προσανατολισμό τους σε μία πιο πραγμοποιημένη αντίληψη του εικαστικού έργου. Όπως ο Τέοντορ Αντόρνο άλλωστε απεφάνθη στη μεταθανάτια του «Αισθητική Θεωρία» (1970), η τέχνη γίνεται μοντέρνα μέσα από τη «μίμηση του σκληρυμένου και του αλλοτριωμένου». Τα παραδείγματα είναι άπλετα. Από τον αναλυτικό κατακερματισμό της ανθρώπινης φιγούρας στον Πάμπλο Πικάσο, στα πορτρέτα της εσωτερικής ζωής των αντικειμένων του Μαν Ρέι, και τη ιδιαίτερη σπουδή πάνω στην υφή των αντικειμένων (faktura) στο έργο των Σοβιετικών Κονστρουκτιβιστών, η εικαστική παραγωγή επιδεικνύει μία πρωτοφανή επικέντρωση στο υλικό στοιχείο. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή η εγκατάλειψη της ανθρωποκεντρικής κατανόησης του σύμπαντος στο καλλιτεχνικό έργο είναι αποτέλεσμα μίας επιφανειακής σαγήνης (ή αποστροφής) απέναντι σε ένα κόσμο που τώρα κατακλύζεται από τα αντικείμενα του νέου τεχνολογικού πολιτισμού ή ένα σύμπτωμα μίας βαθύτερης ανθρώπινης συνθήκης που εκφράστηκε υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες.

Για τον Καγιουά, αν μας επιτραπεί η προέκταση της συλλογιστικής του, η απάντηση θα ήταν το δεύτερο. Η αντικατάσταση – ή καλύτερα, η εξάλειψη – της ανθρώπινης μορφής από τα βιομηχανικά εξαρτήματα που κυριεύουν το αισθητηριακό πεδίο της εμπειρίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως ένα περίεργο φαινόμενο «μιμητισμού», μίας διάχυσης, δηλαδή, του υποκειμένου στον υλικό κόσμο που το περιβάλλει.
Ο μιμητισμός αυτός, ο οποίος βρίσκει άφθονες αντιστοιχίσεις σε συμπεριφορές που παρατηρούμε στο φυσικό κόσμο, δεν γεννάται από κάποια εξελικτική προσαρμογή, αν και πολλές φορές εδραιώνεται επειδή προσφέρει εξελικτικά πλεονεκτήματα. Περιγράφει μία σειρά φαινομένων που προϋποθέτουν μια σπατάλη ενέργειας που αλλοιώνει τη δυναμική κατάσταση του υποκειμένου, υπονομεύοντας με τη σειρά της τη σταθερότητα του: τη διάκριση του από το περιβάλλον. Είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αποδιαφοροποίησης που προκαλείται από την αισθητηριακή διαστρέβλωση της αίσθησης του χώρου – τη διογκωμένη εξουσία του χώρου πάνω στο υποκείμενο. Έχει οπτική διάσταση. Και για αυτό το λόγο, προνομιακή θέση ως, πολύ συχνά αόρατος, κινητήρας της εικαστικής παραγωγής στη νεωτερικότητα.

Το έργο της Μίνας Κουζούνη ανοίγει ένα ιδιαίτερο διάλογο με τα ζητήματα αυτά. Οι πίνακες των αναπόσπαστων κομματιών της ανόργανης ύλης αυτού του νέου κόσμου – μηχανικών στοιχείων ενός σκάφους, εν προκειμένω – δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μία μοντέρνα, ειρωνική ή ειλικρινής, εξέλιξη της παράδοσης της «νεκρής φύσης» αλλά, ενδεχομένως, να πρέπει να αναζητηθούν στην παράδοση της προσωπογραφίας. Συνεπώς, ο θεατής δεν πρέπει να εκπλαγεί όταν διαπιστώσει την προσοχή και αρμονία με την οποία εμφορούνται αυτά τα μηχανικά στοιχεία στο έργο της, ούτε τη συναισθηματική διάσταση με την οποία αποδίδονται οι υφές τους, οι επιφάνειες και οι αντανακλάσεις τους. Όλες αυτές οι ποιότητες αναδείκνυαν στο παρελθόν το ψυχολογικό βάθος των ανθρώπων και την εκλεπτυσμένη ομορφιά του περιβάλλοντος κόσμου τους· η αναζήτηση τους στα αντικείμενα του τεχνολογικού πολιτισμού αφορά πρωταρχικά εμάς. Με αυτή τη συνειδητοποίηση λοιπόν, την αναγνώριση της μεταμόρφωσης του μη-ανθρώπινου στο ανθρώπινο στο έργο της Κουζούνη, μπορούμε να οδηγηθούμε στο βαθύτερο διακύβευμα της ζωγράφου: τη δημιουργία μίας ερμηνείας, μίας εικόνας, της φύσης ως αυτό που βρίσκεται πάντα ένα βήμα πέρα από τον εαυτό του."
Χρήστος Ασώματος, Ιστορικός Τέχνης