Summering… (Two Years Later) | Μουσικές και λόγια που νοσταλγούν μια μεγάλη απόδραση από τον dj George Koukopoulos

Summering… (Two Years Later) | Μουσικές και λόγια που νοσταλγούν μια μεγάλη απόδραση από τον dj George Koukopoulos

(scroll down - πατήστε play - ταξιδέψτε)

Το καράβι προσέγγισε το μικρό νησάκι του Ατλαντικού Ωκεανού που ανήκει στο σύμπλεγμα των νήσων Μπαρμπάντος. Ο Τζέισον αποβιβάστηκε από το μικρό βαρκάκι, που προσάραξε στα ρηχά νερά της παραλίας, κρατώντας στα χέρια του μια πολύ μικρή βαλίτσα, που χωρούσε μέσα όλη του ζωή, δηλαδή τίποτα. Στα πόδια του σχηματίστηκε ένα μείγμα από θαλασσινό νερό, άμμο και φύκια. Ο αέρας μύριζε πολύ διαφορετικά σε σχέση με τον αέρα της πόλης, μύριζε ελευθερία.

Κουρασμένος από την απρόσωπη αστική ζωή και πληγωμένος συναισθηματικά από την πρώην κοπέλα του, αποφάσισε στα 25 του, να τα παρατήσει όλα και να πάει να ζήσει κάπου ερημικά και ήσυχα. Έτσι, πούλησε, ολόκληρη την περιουσία του, μάζεψε όσο πιο πολλά χρήματα μπορούσε και διάλεξε αυτό το νησάκι που ο χρόνος σταματά, το νερό κυλάει αργά, ενώ οι φοίνικες προσφέρουν την αιώνια σκιά. 

Περπάτησε για λίγο στην παραλία, που δεν είχε πολύ κόσμο, αν και ήταν καλοκαίρι. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να πηγαίνουν σε πιο κοσμικά νησιά για να κάνουν το αγαπημένο τους σπορ, που δεν ήταν άλλο από την επίδειξη του χρήματος σε συνδυασμό με το κοινωνικό στάτους. Αηδιασμένος από όλα αυτά, προχώρησε προς το κεντρικό μέρος του μικρού νησιού για να βρει κατάλυμα.

Τα σπίτια ήταν πολύ πρόχειρα κατασκευασμένα χωρίς αρχιτεκτονική πολυπλοκότητα, μιας και η χρησιμότητα τους, ήταν κυρίως για τον βραδινό ύπνο. Από μακριά ακουγόταν οι μουσικές ενός ταπεινού μπαρ/εστιατορίου. Exotic ήχοι, μπερδεμένοι με Calypso, reggae και Caribbean στοιχεία που ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τους συναντήσει κάποιος, κάπου αλλού. Οι κάτοικοι ήταν όλη την ώρα χαμογελαστοί και ευδιάθετοι, δημιουργώντας την εντύπωση πως τα προβλήματα τους ήταν ελάχιστα ή και μηδαμινά. 

Μπήκε στο μικρό σπιτάκι που νοίκιασε, πέταξε τη βαλίτσα του και επισκέφθηκε μια παραλία που βρισκόταν σχεδόν μια ανάσα από εκεί. Ήταν εντελώς άδεια κι έτσι η χρήση του μαγιό ήταν περιττή. Βούτηξε στα γαλαζοπράσινα ήρεμα νερά μένοντας ακίνητος, να θαυμάζει το τοπίο και κοιτώντας τους φοίνικες της παραλίας να τον χαιρετούν με τα βαριά κλαδιά τους. Ήταν τόσο σίγουρος για την επιλογή του, που τους χαιρέτησε κι αυτός, χαμογελώντας σαν μικρό παιδί. Στη συνέχεια βγήκε από το νερό και ξάπλωσε στη λευκή άμμο όπου και τον πήρε ο ύπνος. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν το θρόισμα των φύλλων και ο παφλασμός των κυμάτων, που κάποιοι λένε πως είναι το τραγουδιστό νανούρισμα της φύσης.

Οι μέρες κυλούσαν αργά, αλλά σε καμία περίπτωση βαρετά, κι ενώ φαινόταν πως είχε μπει σε μια ρουτίνα πηγαίνοντας καθημερινά στη θάλασσα, μόνο έτσι δεν ήταν. Μια από εκείνες τις ημέρες που ήταν ξαπλωμένος στην αμμουδιά, είδε πίσω από ένα θάμνο μια γηγενή, τόπλες κοπέλα να τον κοιτά και να χαμογελά με το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Δεν άργησαν να γνωριστούν παίζοντας στο νερό, ξαπλώνοντας γυμνοί στην άμμο και συζητώντας τα βράδια υπό το φως των κεριών μιας το ρεύμα είχε συνέχεια αστάθειες. Η φιλία που έγινε έρωτας ήταν η επιτομή της απόφασης του να συνεχίσει την υπόλοιπη του ζωή εκεί, στο σταμάτημα του χρόνου, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. 

Το ημερολόγιο τότε, έγραφε Ιούλιος του ’58.

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.