«She didn't call» | Ένα mixtape για όλα τα μηνύματα που διαβάστηκαν και δεν απαντήθηκαν

«She didn't call» | Ένα mixtape για όλα τα μηνύματα που διαβάστηκαν και δεν απαντήθηκαν

Σε ένα μικρό μπαρ στο Παρίσι, οι δύο τους διασκέδαζαν με διαφορετικές παρέες. Την πρόσεξε μέσα στο πλήθος, της χαμογέλασε και την πλησίασε. Πιάσανε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, χαμογελώντας σε κάθε ηλίθιο αστείο γιατί έτσι έπρεπε. Πίνανε τα ποτά τους και συνέχισαν τη συζήτηση για να κουκουλώσουν τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού τους και να θάψουν τις ανασφάλειες. Φαινόταν ότι ταιριάζανε, και γιατί όχι άλλωστε, δυο τραυματισμένες ψυχές  που επούλωναν η μια την άλλη. 

Γρήγορα, αυτή η τυχαία νύχτα, μετατράπηκε σε συχνές συναντήσεις, μικρά καταφύγια. Μέχρι που μια νύχτα, εκεί που γύρναγαν από μια προβολή και το κρύο ήταν τσουχτερό, τη φίλησε στο φανάρι απέναντι από τα κλασικά κτήρια του Παρισιού που τους κοίταγαν για αιώνες. Έγιναν ζευγάρι και τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν είχαν άλλη χάρη.

Οι μέρες κυλούσαν υπέροχα, άλλοτε για φαγητό, περίπατους και σινεμά, κι άλλοτε για ώρες κάτω από τα σκεπάσματα, ακούγοντας δίσκους. Εκείνη είχε μια μυστηριώδη σκοτεινιά στο βλέμμα και τη συμπεριφορά, γεγονός που τον τραβούσε ολοένα και περισσότερο, καθότι προσπαθούσε να δει τι έχει μέσα ο κόσμος της.

Για αρκετούς μήνες κάνανε παρέα περνώντας αρκετό χρόνο μαζί, μέχρι τη στιγμή που αυτή άρχισε να γίνεται απόμακρη. Εκείνος μη θέλοντας να γίνεται πιεστικός έκανε υπομονή, ελπίζοντας να του ανοιχτεί όταν νιώσει έτοιμη, εκείνη το μετέφραζε ως αδιαφορία και δεν μιλούσε. Άσχημο πράμα να μην ανοίγουν τα χείλη, αλλά πολλές φορές φοβούνται τις λέξεις και κλειδώνουν.

Μετά από αρκετούς μήνες αποφάσισε να του μιλήσει ερχόμενη σαν χείμαρρος με συσσωρευμένο φόβο και συναισθήματα που οδηγούσαν σε απόγνωση. Δώσανε ραντεβού στο κέντρο της πόλης για να πάρουν κάτι στο χέρι να φάνε και να περπατήσουν όπως κάνανε πάντοτε. Εκείνος δεν είχε καταλάβει τι θα επακολουθούσε, το θεώρησε μια συνάντηση όπως όλες τις προηγούμενες. Τότε του ανοίχτηκε και τα είπε όλα μαζί χωρίς φιλτράρισμα, ίσως απλά για να τα ξεφορτωθεί. Του είπε πως ποτέ πραγματικά δεν κάθισαν να δουν τι πραγματικά ήθελε ο καθένας τους, τι κατάλοιπα υπήρχαν από το παρελθόν και πως θα τον ήθελε να παίρνει αποφάσεις για το μέλλον, καθότι δεν ήταν σίγουρη αν οι επιλογές της ήταν οι σωστές. Εκείνος τα έχασε και μην ξέροντας τι να πει, απλά κοιτούσε το πάτωμα, περιμένοντας να του δώσει απάντηση, η οποία δεν ήρθε ποτέ. Της εξήγησε πως θα ήταν τεράστιο λάθος κι άδικο να πάρει αποφάσεις για εκείνη και πως θα έπρεπε να αποφεύγει τέτοιους ανθρώπους. Κατάλαβε πως την είχε πιέσει καθότι την έβαλε πολύ βαθιά και απότομα στη ζωή του ενώ εκείνη δεν ήταν ακόμα έτοιμη να ακολουθήσει την ταχύτητα του. Της έδωσε κάποιες συμβουλές σύμφωνα με τη δική του λογική και ιδιοσυγκρασία, με την αμφιβολία ότι ίσως δεν τις κατάλαβε.

Αποχαιρετίσθηκαν ψυχρά με ένα φιλί στο μάγουλο κι ένα ψυχρό χαμόγελο, δίνοντας την ατήρητη υπόσχεση «τα λέμε» σαν δυο ξένοι στο σταθμό του μετρό και δεν ξαναειδωθήκανε. Το κατάλαβαν κι οι δύο… 

Μετά από λίγες μέρες, όντας διελυμένος, της είπε πως θα ήταν δίκαιο να μην τα ξαναπούν και πως πρώτα θα έπρεπε να έβρισκε τον χαμένο της εαυτό για να μπορεί να σταθεί γερά στα πόδια της, να μην έχει ανάγκη κανέναν και να θέσει τους στόχους που επιθυμούσε. 

Πολλούς μήνες αργότερα και με τη σιωπή να κυριαρχεί στις δύο πλευρές, του έστειλε μήνυμα λίγο πριν τη λήξη της ημέρας των γενεθλίων του. Ακόμα σκεφτόταν τις όμορφες στιγμές, τις μουσικές του, τα γέλια, τον ευχάριστο χαρακτήρα του και πως εύχεται να είναι καλά. Της απάντησε την επόμενη μέρα πως την σκέφτεται ακόμα και πως θα ήθελε να την δει έστω για λίγο αν δεν υπήρχε αντίρρηση. Ήθελε να της πει όσα δεν πρόλαβε, αλλά εκείνη συνέχισε τη σιγή. Διαβάστηκε και δεν απαντήθηκε ποτέ το μήνυμα. Δεν επέμεινε άλλο, δεν ξαναενόχλησε, δεν ήθελε να την πιέσει, ίσως να μην ήταν μόνη. Ποιος ξέρει;

Η Γη, περιστράφηκε δεκάδες φορές κι η απάντηση ακόμη δεν ήρθε. Δεν πειράζει, αρκεί να είναι καλά και να κατάφερε να βρει τον εαυτό της κι αυτό που έψαχνε, όμως εκείνος δεν μπορούσε να μην την σκέφτεται και να την ονειρεύεται. Αλλά μπορούσε να ζήσει με αυτό, κάπως…

Πέρασαν οι μήνες της σιωπής μέχρι εκείνη την μέρα που αυτή ξύπνησε και μετά την καθημερινή ρουτίνα προετοιμασίας, πήρε τα κλειδιά της να πάει στο αυτοκίνητο και να ξεκινήσει για δουλειά. Όμως εκείνη η μέρα θα ήταν διαφορετική. Βρήκε ένα μικρό δισκάκι κι ένα σημείωμα στον καθαριστήρα του αυτοκινήτου της. «Εγώ δεν σου έδωσα σημασία κι εσύ δεν έδωσες χρόνο, τώρα όμως που θα το ακούσεις ίσως καταλάβεις και νομίζω πως είμαστε πλέον πάτσι. Δεν φταίει κανείς. Μην φοβάσαι το νερό, γιατί έχεις μια θάλασσα μέσα σου»

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.