Δεμένοι στα σχοινιά του Rue de Marseille

Δεμένοι στα σχοινιά του Rue de Marseille

ΑΚΕΠ. O Μάρκος που γαβγίζει. Το «I fought the law and the law won» των The Clash να παίζει στο background. Ακούγεται περίεργος συνδυασμός αλλά μια πρώτη επαφή με τους ανθρώπους του Reu de Marseille θα στα εξηγήσει όλα.

Το πρώτο πράγμα που σου τραβάει την προσοχή κατεβαίνοντας τα σκαλιά που σε οδηγούν στη σάλα είναι το The Kiss του Κλιμτ, το πορτρέτο του Che από τον Ρενέ Μπουρί και η Guernica του Πικάσο. Προχωρώντας στα αριστερά σου τα σκίτσα της και στα δεξιά σου μια μικρή αλλά γεμάτη βιβλιοθήκη. Στάση πρώτη το μπαρ που βλέπει απέναντι στον θυρεό του μαγαζιού και αποτελείται από δύο αντικριστά τσεκούρια, το κλασικό μεσαιωνικό γαλλικό άνθος και τη σιδηρόφρακτη κεφαλή του ιππότη.

«Τι θα πάρετε;» μας ρωτάει η κυρία Λίτσα. Οι επιλογές που προσφέρονται είναι κλασικές και μετά το ποτό ακολουθεί πάντα η μικρή αλλά εύγεστη pizza. Αργά η γρήγορα τα μάτια θα καρφωθούν στον Αντώνη Χάλαρη, ιδιοκτήτη και ζώσα μνήμη του μπαρ. Και εκεί θα αρχίσει η κουβέντα για το πως το μαγαζί περνάει από τα χέρια του Κώστα Κορρέ που το άνοιξε τη δεκαετία του ’60 στα δικά του. «Εγώ ήμουν πελάτης για χρόνια εδώ και ο Κώστας δεν ήθελε να πάει το μαγαζί σε άνθρωπο που δεν ξέρει, οπότε με ρώτησε αν ξέρω κάποιον που ενδιαφερόταν. Είχα χρήματα εκείνη την στιγμή και νεαρούς φίλους που ήθελαν να το δουλέψουν και πέταξαν από τη χαρά τους όταν το πήρα. Και κάπως έτσι φτάσαμε μέχρι το σήμερα» μας λέει την ίδια στιγμή που ο Μάρκος –ο νέος τετράποδος θαμώνας- διασχίζει τη σάλα για να εισπράξει λιχουδιές από τους παρευρισκόμενους.

Το μπαρ δε φοβήθηκε ποτέ την πολιτική ζύμωση. «Αλίμονο αν δεν επηρεάζει η πολιτική και κοινωνική κατάσταση τα μπαρ» σημειώνει ο ίδιος και μας μοιράζει δύο δικά του κείμενα-μανιφέστα για αυτό που αποκαλεί «ζουρλομανδύα του ευρώ». Μερικές φορές στην όλη διαδικασία εντάσσεται και η απαγγελία Μαγιακόφσκι, με τους θαμώνες του μαγαζιού να μετατρέπονται στα μέλη ενός Χορού που παρακολουθεί τον ιδιοκτήτη του σε ρόλο κήρυκα να απαγγέλει «Σύννεφα με παντελόνια».

 

Διόλου αναντίστοιχη η πολιτική διάσταση με την ιστορία εξάλλου του μαγαζιού. Μαθαίνουμε ότι κατά την περίοδο της δικτατορίας, οι φοιτητές της Νομικής συνεδρίαζαν στον χώρο του. «Ο Κώστας ήταν πολύ καλός, τους άφηνε, τους έβλεπε, τους κάλυπτε, δε συμμετείχε, κι εγώ κάπου παραδίπλα καθόμουν σαν πελάτης» συνεχίζει ο σημερινός  ιδιοκτήτης του προτού μας μιλήσει και για τα μεγάλα τραπέζια που στήνονται ρεβεγιόν Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και το βράδυ της Ανάστασης για την ευρύτερη φαμίλια όσο η μουσική υπόκρουση αλλάζει ύφος και γλώσσα και από τους Clash περνάμε στους Χειμερινούς Κολυμβητές. «Βάζουμε ταψιά στο φούρνο, ψήνουμε διάφορα κρέατα κι ό,τι άλλο προκύψει προκειμένου οι φίλοι που δεν έχουν να πάνε κάπου εκείνες τις οικογενειακές μέρες να ξέρουν πως μπορούν να τις περάσουν εδώ. Εκείνες τις βραδιές τρώμε, πίνουμε και χορεύουμε, τα φαγητά είναι δωρεάν φυσικά.  Καλή θέληση να έχεις και όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν…».

Και προχωρά σε μια ιστορική αναδίφηση, καταμετρώντας το παλμαρέ των πολύ σημαντικών ανθρώπων που έχουν συνδιαμορφώσει τον ιστορικό μύθο του μέρους. «Θυμάμαι τον Νίκο Καρούζο και τον Στάθη Πρωταίο, την Κατερίνα Γώγου και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου που ήταν καθημερινός επισκέπτης, πρωί – βράδυ ερχόταν για χρόνια ολόκληρα. Και η Μελίνα Μερκούρη κάπου – κάπου ερχόταν, έφευγε από τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ όταν ήθελε να βγει λίγο».

Κάτω από το θερμό φως και με τη ματιά μας καρφωμένη στο μελίσσι των παιδιών που έχει καταλάβει την μπάρα και βομβίζει σε χαρούμενο ρυθμό αναρωτιέμαι πώς μπορεί να οριστεί το Rue de Marseille. Βραδινό καφενείο; Νυχτερινό στέκι; Κοινωνικοπολιτικό μπαρ; Την απάντηση την δίνει σε τέτοιες περιπτώσεις η εξής ερώτηση: Ποιος ο λόγος που πηγαίνετε στο συγκεκριμένο μέρος; Και εδώ η πρώτη σκέψη δεν αφορά κάποιο φαντεζί νέο κοκτέιλ, όχι. Το μαγαζί δεν πουλάει μούρη, δεν προσποιείται με τις εξωτερικές του χάρες, κραυγάζει θαλπωρή με το που κατέβεις τη σκάλα του ημιυπογείου της οδού Μασαλλίας και το κεντρικό του ατού έχει να κάνει με την ιδέα της συνάντησης και του μοιράσματος. Μασσαλία, ε; Προστρέχοντας στην ετομολογία μαθαίνουμε πως από το «μάσσαι αλιέα», προέκυψε το τοπωνύμιο Μασσαλία, όταν ένας κατά πάσα πιθανότητα ναυτικός των Φωκαεών είδε έναν αλιέα και τον παρακάλεσε να δέσει (μάσσε) το σχοινί. Σε μια διόλου παράξενη παραλληλία είμαστε κι εμείς δεμένοι –οικειοθελώς πάντα- στα σχοινιά του βραδινού λιμανιού που μας περιβάλλει. Κι ο καπετάνιος του ξέρει που μας οδηγεί.

Ρογήρος Δέξτερ, Στο Café Rue de Marseille

Μια νύχτα τού μέλλοντος
Όταν οι περιττοί και οι άρτιοι των ανθρώπων
Θα έχουν ξεχάσει αν υπάρχουμε
Ίσως ξαναδιαβάσεις τη φανταστική ιστορία
Τού βαρόνου Λεμπρί Ντε Κερουάκ
Που πρέπει ν’ αλώνισε
Τα ομιχλιασμένα βουνά τού Οντάριο
Και όργωσε μόνος του
Τα λευκά νερά τής μεγάλης λίμνης
Όπου με γέλια κρυστάλλινα
Νίβονται οι νύμφες• ωστόσο,
Όπως βλέπεις
Και πάλι για σένα μιλούν οι εμμονές μου
Και οι προβλέψεις μπορεί να μη γίνουν ποτέ γεγονότα
Που η μνήμη ξεθάβει άσχημα
Καθισμένη σα φάντασμα στο μπαρ
Μπερδεύοντας ολοένα πάνω στο ποτό
Ζωντανούς μαζί με πεθαμένους•

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.