Βασίλης Σαφός: «Όσο κι αν προσπαθείς να ορίσεις την αγάπη, πάντα κάτι θα σου ξεφεύγει».

Βασίλης Σαφός: «Όσο κι αν προσπαθείς να ορίσεις την αγάπη, πάντα κάτι θα σου ξεφεύγει».

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών και με μια υποψηφιότητα για το βραβείο Χορν στις αποσκευές του, ο Βασίλης Σαφός δεν παύει να εξερευνά συνεχώς το θαυμαστό κόσμο του θεάτρου. Άλλοτε μέσα από συνεργασίες με σημαντικούς σκηνοθέτες (Λένα Κιτσοπούλου, Γεωργία Μαυραγάνη, Παντελής Φλατσούσης) κι άλλοτε με την ομάδα του, τους τρις (Χρηστίνα Γαρμπή & Κωνσταντίνος Κουνέλλας). Αυτή την περίοδο συμμετέχει στην παράσταση των Elephas tiliensis κι εμείς τον συναντήσαμε για να μιλήσουμε για το τι σημαίνει ηθοποιός, αγάπη, θέατρο.

Όταν ήμουν στο σχολείο, έτρεχα από δραστηριότητα σε δραστηριότητα τέτοιου τύπου, αλλά δεν είχα σκεφτεί την ενασχόληση με το θέατρο ως επαγγελματική επιλογή. Όταν έφτιαχνα το μηχανογραφικό μου, συζήτησα με τους γονείς μου να δηλώσω σχολές μόνο στην Αθήνα, με το επιχείρημα να μπορώ να δώσω σε κάποια δραματική σχολή. Βέβαια, το ενδεχόμενο αυτό αποκλείστηκε νωρίς οπότε πήγα στο Ιστορικό & Αρχαιολογικό Ρεθύμνου. Εκεί εντάχθηκα στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου για τέσσερα χρόνια. Μετά, άρχισα σιγά σιγά να παρακολουθώ και παραστάσεις, όποτε ανέβαινα στην Αθήνα. Όταν έφτασε το καλοκαίρι που έπρεπε να ξενοικιάσω το σπίτι στην Κρήτη, είπα «Τι; Αυτό ήταν; Δε θα ξαναπαίξω ποτέ θέατρο;» Ε, και κάπως έτσι αποφάσισα να δώσω εξετάσεις. Έκανα προετοιμασία ένα μήνα περίπου με μια σκηνοθέτιδα που είχαμε παλιά στη θεατρική του Πανεπιστημίου και πέρασα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.

Η συνεργασία με την ομάδα Elephas tiliensis προέκυψε αναπάντεχα. Αν και γνώριζα την ύπαρξη της ομάδας, δεν είχε τύχει να δω δουλειά τους. Το καλοκαίρι, που έπαιζα στην παράσταση «Η τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ’» του Χρήστου Θεοδωρίδη, με είδε ο Δημήτρης (σ.σ. Αγαρτζίδης) και ήρθε σε επαφή μαζί μου. Κανονίστηκε, λοιπόν, ένα ραντεβού και κάπως έτσι εντάχθηκα στην ομάδα. Είναι μια πολύ ευχάριστη συγκυρία, γιατί εκτός του ότι με ενδιαφέρει καλλιτεχνικά αυτή η δουλειά, είναι πολύ ωραίο και το κλίμα της ομάδας. Πολύ ωραίοι άνθρωποι. Κι αυτό δεν είναι δεδομένο.

Το «Αγάπησέ με» βασίζεται στο μυθιστόρημα  του Φρανκ Κρίστοφερ, «Αμερικάνικη Νύχτα» και στην ταινία του Ζουλάφσκι «Σημασία έχει να αγαπάς»,μια ταινία του 1975. Σίγουρα  αντλήθηκαν  στοιχεία κι από αλλού, από το υλικό που φέραμε εμείς στις πρόβες. Επίσης, υπάρχει έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού στην παράσταση.  Η ταινία, δηλαδή, λειτουργεί περισσότερο σαν πηγή αναφοράς, σαν έμπνευση.

Την ταινία είχε τύχει να τη δω αρκετά χρόνια πριν. Μιλάμε για ενα αριστούργημα με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών κι έναν σπουδαίο σκηνοθέτη. Την ξαναείδα λίγο πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες κι αυτό ήταν, δεν έγινε καμία επιστροφή σε αυτή καθόλη τη διάρκεια των προβών.

Η Ναντίν Σεβαλιέ είναι μια αποτυχημένη μάλλον ηθοποιός που παίζει σε ταινίες ελαφρού πορνό. Γνωρίζει τον Σερβέ, έναν φωτογράφο, και ερωτεύονται. Εκείνη, όμως, είναι παντρεμένη με έναν σύζυγο που δεν την ικανοποιεί και δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο που οι άνθρωποι προβάλλουν διαφορετικά πράγματα και ζητούν και άλλα ο ένας από τον άλλο. Η ιστορία, λοιπόν, κι η παράστασή μας δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια αφορμή για να μιλήσει κανείς για το θέατρο. Για το τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να αγαπά το θέατρο, να το επιλέγει ως δουλειά. Αλλά και για την αγάπη εν γένει. Η παράσταση μιλά για κάτι πολύ πυρηνικό, για τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου.

Ο τίτλος της παράστασης δείχνει μια διεκδίκηση. Ο κάθε ήρωας ζητά να του δοθεί αγάπη. Μάλιστα σε κάποια στιγμή λέει κάποιος στον ήρωά μου «Πρέπει να γίνεις πιο διεκδικητικός». Η έννοια της αγάπης εμπεριέχει το δούναι και λαβείν. Ένας άνθρωπος δηλαδή που θέλει να αγαπηθεί είναι σε θέση και να αγαπήσει. Εμένα μου είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσω αυτά τα δύο – το αγαπώ από το θέλω να αγαπηθώ. Ίσως όμως η πραγματική αγάπη να βρίσκεται μόνο στο δόσιμο. Δίνω κάτι, δηλαδή, χωρίς να με νοιάζει το κομμάτι της ανταπόδοσης. Κι όλο αυτό να επιστρέφεται κάπως αλλιώς. Αλλά δεν ξέρω αν οι πράξεις μας κινούνται, έστω κι άθελά μας, με γνώμονα το να πάρουμε. Πάντα υπάρχει κάποια πρόθεση πίσω από ό,τι κάνουμε, ακόμη κι αν εμείς οι ίδιοι δεν το αντιλαμβανόμαστε. Για αυτό υπάρχει κι η ψυχανάλυση, για να ανακαλύψουμε τα θέλω μας. Είναι ένας δρόμος, όπως η ίδια η ζωή. Το σημαντικό είναι η διαδρομή. Τον προορισμό ούτως ή άλλως τον ξέρουμε.

Η παράσταση αυτή ήταν μια αφορμή για να θυμηθώ το λόγο που επέλεξα το χώρο αυτό. Κι αυτό είναι καθαρά προσωπικό μου, εννοώντας πως δεν ήταν το ζητούμενο στις πρόβες. Λειτούργησε όλο αυτό ως μια προβολή, εγώ, δηλαδή, ως Βασίλης, συνέδεσα την παράσταση με το θέμα του καλλιτέχνη. Βέβαια το έργο εμπεριέχει το θέατρο – υπάρχει ο σκηνοθέτης που θέλει να ανεβάσει μια παράσταση, το Ριχάρδο Γ του Σαίξπηρ’- αλλά και το κομμάτι της απογοήτευσης και της επιβεβαίωσης, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανάγκη για αποδοχή. Ουσιαστικά μιλάμε για την αγάπη ως αποδοχή.

 

Η ανάγκη για αποδοχή είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. Σήμερα υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου προβάλλουμε τους εαυτούς μας διεκδικώντας την επιβράβευση, ένα εντελώς εικονικό κατασκεύασμα. Δεν ξέρω, όμως, αν αυτό έχει άμεση σχέση με την ανάγκη για αγάπη. Στην ιστορία μας, από την άλλη, η αγάπη είναι μια ανάγκη όχι μόνο πνευματική, αλλά και σωματική, πιο πολύ μοιάζει με ανάγκη επιβίωσης. Ο δικός μου χαρακτήρας θυμίζει κάτι από αδέσποτο – αν δεν αγαπηθεί, θα πεθάνει. Είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει πάρει αγάπη και την αποζητά. Κι όλοι οι ήρωες του έργου έχουν ζήσει κάπως έτσι- είναι άνθρωποι του περιθωρίου, που δεν την γνώρισαν. Το διεκδικούν να τους συμβεί, το να τους αγαπήσουν. Νομίζω πως η αντίληψη ότι οι άνθρωποι που δεν πήραν αγάπη, δεν ξέρουν τι σημαίνει  είναι μύθος. Κάπως ξέρουν οι άνθρωποι αυτοί, αναγνωρίζουν την έλλειψή της. Τώρα που μιλάμε μπορεί να μη μπορούμε να εξηγήσουμε την αγάπη, όμως κάπως ξέρουμε τι σημαίνει. Η αγάπη εμπεριέχει άλλωστε και το ανείπωτο.

Πώς όμως ορίζεις την αγάπη; Δεν ξέρω αν υπάρχει ένας ορισμός που να χωράει όσα φανταζόμαστε ότι είναι η αγάπη. Το πρόβλημα αυτό το ανακαλύψαμε και στις πρόβες. Είναι κάτι πάντα κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτά που κατά καιρούς αντικαμβανομαστε ως αγάπη, που δεν γίνεται να το περιορίσεις και να το ορίσεις. Πάντα κάτι θα σου ξεφεύγει.

Για μένα η αγάπη θυμίζει μια υπόσχεση. Εμπεριέχει την έννοια του «για πάντα», σαν κάτι που εκτείνεται στο διηνεκές. Στο έργο η σκηνή που αποτυπώνει για μένα καλύτερα την έννοια της αγάπης είναι μια σκηνή με την ηρωίδα (σ.σ. Ναντίν) και το σύζυγό της, όπου βλέπεις δύο ανθρώπους που αγαπιούνται βαθιά παρά τα όποια προβλήματα μπορεί να έχουν.

Πάντα θα υπάρχει πρόσφορο έδαφος για την αγάπη. Είναι μια κατάσταση ανώτερη των κοινωνικών δομών. Οι άνθρωποι έχουν αγαπηθεί είτε τους έχει απαγορευτεί είτε όχι. Καμιά κοινωνία δεν αλλοιώνει την καθολική έννοια της αγάπης. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως τάξης ή σεξουαλικότητας έχουν δικαίωμα σε αυτή. Οι αποκλεισμοί είναι εφευρέσεις τις νεότερης κοινωνίας.

Την ηδονή του έρωτα την ψάχνεις μέχρι τελευταία στιγμή. Ίσως κι όταν την αποκτήσεις να μην το αντιληφθείς, αμέσως τουλάχιστον. Κάποια πράγματα μπορεί να συμβούν και λίγο ερήμην μας, άρα το θέμα είναι να έχουμε τα αντανακλαστικά να τα αντιληφθούμε τη στιγμή που πρέπει.  Ο έρωτας είναι ένα από αυτά. Όταν είσαι ερωτευμένος,  ξέρεις ότι είσαι ερωτευμένος; Προσωπικά δεν το καταλαβαίνω εκείνη τη στιγμή, αλλά λίγο αργότερα.

Οι άνθρωποι βιώνουμε διαφορετικά τον έρωτα, την αγάπη, την απώλεια, τις καταστάσεις γενικότερα. Σε μια αγαπημένη μου ταινία του Γκοντάρ, το «Αρσενικό Θηλυκό», υπάρχει μια σκηνή όπου δύο φίλοι βρίσκονται σε ένα καφέ και κάποια στιγμή μπαίνει κάποιος μέσα και ρωτάει μια διεύθυνση τη σερβιτόρα. Εκείνη του απαντάει κι εκείνος φεύγει. Έπειτα, ο ένας από τους δύο φίλους σηκώνεται, βγαίνει έξω από το καφέ, μπαίνει μέσα, ρωτάει τη σερβιτόρα ακριβώς ό,τι την είχε ρωτήσει και ο άνθρωπος που έφυγε πριν από λίγο, εκείνη του απαντά ακριβώς το ίδιο που είχε απαντήσει και στον προηγούμενο κι αυτός κάθεται στο τραπέζι του. Όταν ο φίλος του τον ρωτάει τι ακριβώς έκανε, εκείνος του απαντάει ότι «προσπάθησα να μπει στη θέση του άλλου, αλλά τελικά δεν μπήκα». Δεν μπορείς να μπεις απόλυτα στη θέση ενός άλλου ανθρώπου, παρά μόνο να προσπαθήσεις να την προσεγγίσεις.

 

Για έναν καλλιτέχνη το «αγάπησέ με» είναι απώτερη ανάγκη αλλά όχι σκοπός. Παίζοντας θέατρο βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε άλλους που σε βλέπουν και σε ακούν κι αυτό από μόνο του εμπεριέχει την ανάγκη για αποδοχή. Παρόλα αυτά όσο πιο βαθιά μπαίνω σε αυτή την ιστορία κι γίνομαι ηθοποιός, νομίζω ότι περισσότερο εμπόδιο αποτελεί πια η ανάγκη για αποδοχή παρά τον πυρήνα αυτού που κάνω.  Μπορεί το γιατί θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά και του τι ψάχνω σε αυτή να διαφέρει σε σχέση με το πώς βλέπουν οι άλλοι αυτό που κάνω και πώς το επικροτούν.

Το να είσαι ηθοποιός πιστεύω είναι το πιο ωραίο επάγγελμα στον κόσμο, γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις για πάντα αυτό που έκανες ως παιδί, να παίζεις, πάνω σε κάποιους κανόνες κάθε φορά. Έχει να κάνει με αυτό το κομμάτι του εαυτού μας που είναι πολύ αθώο και συνεχώς προσπαθούμε να το σκοτώσουμε για να εξελιχθούμε και να ενηλικιωθούμε. Μέσα από αυτή τη δουλειά προστατεύεις αυτό το κομμάτι και παίρνεις πίσω πολύ περισσότερα πράγματα από το να αποζητάς το «μπράβο». Βέβαια χρειάζεται και η επιβράβευση πού και πού. Είναι μια δύσκολη δουλειά, με πολλές δυσκολίες, αλλά είναι σημαντικό κανείς να στρέφεται προς τα εκεί που αισθάνεται ότι τον ενδιαφέρει, παρά να πηγαίνει κάπου με την ελπίδα μιας αναγνώρισης. 

Εκτός από το «Αγάπησέ με», αυτή την περίοδο έχω και την προετοιμασία μαζί με τη σκηνοθέτη και φίλη μου την Κατερίνα Γιαννοπούλου των παιδιών του 5ου Λυκείου Νέας Σμύρνης για το Onassis Youth Festival, όπου θα πραγματοποιηθεί μετά το Πάσχα. Το θέμα που μας έχει δοθεί από τη Στέγη αφορά την Ιστορία και δουλεύουμε πάνω σε αυτό κυρίως με υλικό που μας φέρνουν οι μαθητές και με κείμενα που βρίσκουμε εμείς.

Η ενασχόληση με τα παιδιά είναι από τα πιο ωραία πράγματα που μου έχουν συμβεί. Είναι φοβερό μάθημα για εμένα σε σχέση με το θέατρο και τον τρόπο με το οποίο βοηθάς κάποιον να ξεκλειδωθεί μέσω μιας οδηγίας και να κατευθυνθεί προς τα κάπου, αλλά και όσον αφορά στον τρόπο που ακούν τα παιδιά και η ετοιμότητα που έχουν συνεχώς να δεχτούν την κάθε πληροφορία. Είναι άνθρωποι με άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω τους κι αυτό είναι κάτι που δεν το έβλεπες στα παιδιά της δικής μου γενιάς.

Ευχαριστούμε πολύ το Βασίλη Σαφό για το χρόνο του και του ευχόμαστε να είναι πάντα δημιουργικός!

Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις συντάκτριες Όλγα Μπιάγκη και Μαντώ Χαντζή.

Η φωτογραφία εξωφύλλου ανήκει στην Αναστασία Γιαννάκη.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ.

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.