The Fuzztones - Η συνέντευξη πριν το live στο Gagarin!

The Fuzztones - Η συνέντευξη πριν το live στο Gagarin!

Οι Fuzztones δεν είναι κάτι άγνωστο στο ελληνικό συναυλιακό κοινό. Ως αναβιωτές του rock'n'roll ήχου κατά τη δεκαετία του '80, αποτελούν ένα από τα λίγα συγκροτήματα εκείνης της φουρνίας που συνεχίζουν ακάθεκτοι με καινούριο υλικό ως τις μέρες μας, ακολουθώντας το rock'n'roll όχι μόνο σαν ήχο, αλλά και σαν τρόπο ζωής: Από το στούντιο στον δρόμο, και από τον δρόμο και τις συναυλίες πάλι πίσω στο στούντιο για νέες ηχογραφήσεις.

Λίγο πριν ανέβουν ξανά στη σκηνή του αγαπημένου τους Gagarin 205 (την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου), το deBop.gr είχε μια χορταστική κουβέντα με τον θρυλικό frontman των Fuzztones και σταθερό μέλος του, Rudi Protrudi.

Photo credits: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

Tην πρώτη φορά που είδα τους Fuzztones να παίζουν ζωντανά ήταν, ξανά, στο Gagarin 205 στις αρχές των ‘00ς. Ήταν η περίοδος που ο Τζωρτζ Μπους ο νεότερος είχε εισβάλλει στο Ιράκ και το κοινό φώναζε αντί – πολεμικά συνθήματα, αλλά ήταν, ταυτόχρονα, ενθουσιασμένο με το συγκρότημα. Τι γενικότερη αίσθηση έχεις αποκομίσει από το ελληνικό κοινό παίζοντας όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα;

Tο έχω πει πολλές φορές, το ελληνικό κοινί είναι σπουδαίο και εξαιρετικοί άνθρωποι – πολύ θερμοί και δοτικοί. Και παρ’ότι τότε ήταν αντίθετοι στις ΗΠΑ επειδή υποκίνησαν τον πόλεμο (το ίδιο νιώθαμε και εμείς), δεν είχαν εχθρική στάση απέναντί μας. Έχουμε παίξει στο Gagarin τόσες φορές που το νιώθουμε σαν σπίτι μας, οπότε ανυπομονούμε να επιστρέψουμε!

Στην τελευταία σας κυκλοφορία (“Encore", 2022) οι Fuzztones πλαισιώνονται από διάφρους guest μουσικούς, όπως ο Steve Mackay των Stooges και ο  Wally Waller των The Pretty Things.

Όποτε είναι εφικτό, απολαμβάνω να έχω καλεσμένους μουσικούς που θαυμάζω και που έχουν επηρεάσει εμένα και το συγκρότημα. Στο παρελθόν είχαμε τον Arthur Lee (Love), τον Sean Bonniwell (Music Machine), τον James Lowe (Electric Prunes), τον Sky Saxon (Seeds) και τον Mark Lindsay (Paul Revere & TheRaiders). Οπότε υποθέτω ότι έχει γίνει ένα είδος παράδοσης!

 

Αυτό το καλοκαίρι είχαμε την ευκαιρία να δούμε ζωντανά στην Ελλάδα τον Ίγκι Ποπ. Ποια είναι η γνώμη σου για την εξέλιξη του rock’n’roll τις τελευταίες δεκαετίες; Ξεχωρίζεις κάποιους διαδόχους αυτών των ιστορικών συγκροτημάτων;

Είμαι σίγουρος πως αν ήμουν έφηβος στα ‘50s θα υπέθετα ότι δεν θα μπορούσε κανείς να συγκριθεί με τον Έλβις. Αλλά μετά εμφανίστηκε ο Jerry Lee Lewis και ήταν ακόμη πιο “έξαλλος”! Και έπειτα οι Chuck Berry, Little Richard, Bo Diddley. Σαν σύνολο φαινόταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να φτάσει αυτούς τους καινοτόμους μουσικούς. Αλλά μετά ήρθαν οι Beatles ακολουθούμενοι από το ρεύμα της British Invasion (βρετανικά συγκροτήματα που έκαναν επιτυχία στις ΗΠΑ). Aυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι κάποιο σπουδαίο ροκ ν ρολ φαινόμενο εμφανίζεται, κάνει μεγάλη επιτυχία και μετά αντικαθίσταται  από μια «νερόβραστη σαβούρα». Στα ‘50s, μετά από τους σπουδαίους καινοτόμους που αναφέραμε, ήρθαν τα λεγόμενα «εφηβικά είδωλα» , Frankie Avalon, Fabian, Bobby Rydell. Ευτυχώς μετά ήρθαν οι Beatles και μας απάλλαξαν από αυτή την μιζέρια. Αλλά τελικά και η Beatlemania υποχώρησε και έδωσε της θέση της σε πράγματα όπως Captain & Tenille, Helen Reddy, Τhe Eagles, Styx, Journey...έως ότου εμφανιστούν ο Alice Cooper και οι New York Dolls.

Η περιπέτεια του Punk Rock είναι κάτι ανάλογο – μια προσπάθεια εξάλειψης του Heavy Metal και του εμπορικού, «καλογυαλισμένου» ποπ συρφετού. Eπίσης σαν εξέλιξη του Rock΄n’Roll ήταν το Garage rock και το Grunge. H μουσική σκηνή είναι γενικότερα θλιβερή τα τελευταία χρόνια, και η μουσική βιομηχανία φαίνεται να έχει την πρωτοκαθεδρία, διατηρώντας στο προσκήνιο τους κατασκευασμένους superstars και  όλους αυτούς τους αστέρες της Hip Hop που πάνε και έρχονται. Δεν φαίνεται να υπάρχει χώρος για το Rock πλέον, παρότι στο παρελθόν αυτό είχε αρκετές φορές συμβεί. Μπορούμε μόνο να ευχόμαστε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, αλλά, στο μεταξύ, μπορώ με ασφάλεια να πω ότι εφόσον οι Fuzztones συνεχίζουν να υπάρχουν, το Rock’n’Roll δεν θα πεθάνει ποτέ!

Όταν οι Fuzztones κυκλοφόρησαν το πρώτο τους studio album (“Lysergic Emanations",1985) βρισκόμασταν στη μέση της δεκαετίας του ΄80, την εποχή που μεσουρανούσε το new wave και η disco. Πώς επιλέξατε να πάτε αντίθετα στο ρεύμα, πίσω στις ρίζες του rock’n’roll και τα ‘60s;

Ακριβώς γι αυτό, επειδή δεν αντέχαμε την disco και την techno pop της εποχης...θέλαμε να ακούσουμε κιθάρες, πραγματικά drums, συναίσθημα και πάθος! Θυμάμαι ότι επισκέφτηκα τότε ένα παζάρι δίσκων και απλά αποφάσισα να αγοράσω πολλούς δίσκους από συγκροτήματα one-hit wonders των 60s, όπως οι Seeds και οι Count V. Kαι όσο πιο πολύ άκουγα αυτές τις μουσικές, τόσο ήθελα, πια, να παίζω και εγώ αυτό το είδος. Τότε είχα τους Tina Peel, μαζί με την κιμποντίστρια των Fuzztones Deb O’Nair . Είμασταν ήδη 4 χρόνια μαζί και καθώς δεν το απολαμβάναμε πια τόσο πολύ, αποφασίσαμε να φτιάξουμε τους Fuzztones.

To θέμα είναι ότι, αρχικά, τα συναυλιακά clubs της Νέας Υόρκης δεν ενδιαφέρονταν καθόλου, παίζαμε για δύο χρόνια στο CBGB’s και άλλα λιγότερο γνωστά μέρη με αμοιβές από 5-35 δολλάρια το βράδυ, για τέσσερα άτομα! Ευτυχώς τα πράγματα πήγαν καλύτερα από το 1983 και μετά. Προσθέσαμε τους Michael Jay και Elan Portnoy, σχηματίστηκε το line up που είναι το ευρύτερα γνωστό στο κοινό – και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία!

 

Πίσω πάλι στη δεκαετία του 80 κάνατε ένα live δίσκο με τον θρυλικό Screaming Jay Hawkins. Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης που ίδρυσε το Gagarin 205 έχει επίσης κάνει μια ταινία με την ζωή του S.J. Hawkins (“I put a spell on me”). Tι αναμνήσεις έχεις από αυτούς τους δύο;

Αρχικά δεν ήξερα τον Νικόλα. Με προσέγγισε όταν δούλευε πάνω σε αυτή την τανία καθώς ο S.J. Hawkins του είχε μιλήσει για εμένα, και συγκεκριμένα για το γεγονός ότι τον βοήθησα να ανανεώσει την καριέρα του σε ένα σημείο που βρισκόταν πολύ χαμηλά. Προφανώς θα του είχε πει ότι διέθετα και βιντεοσκοπήσεις από εκείνες τις συναυλίες που δώσαμε μαζί.

Οπότε ο Νικόλας ήρθε στην Καλιφόρνια για να μου πάρει συνέντευξη για το φιλμ. Με ακολούθησε μια τυπική καθημερινή μέρα, παίρνοντάς μου συνέντευξη  καθώς πήγαινα σε ένα μαγαζί με αλκοόλ, καθώς οδηγούσα πίνοντας το ουίσκι κόλα μου…δυστυχώς το Mercury Cougar του ’67 που έιχα τότε ήταν στο συνεργείο οπότε οδηγούσα κάποιο μοντέρνο αμάξι που μου είχε δανείσει η πεθερά μου. Τέλος πάντων, εκτός από την συνέντευξη κατέληξα να δώσω και ζωντανό υλικό από συναυλίες του Jay, μαζί μας αλλά και δικές του, καθώς και μια σπάνια τηλεοπτική εμφάνισή του από τις αρχές των ‘60s. Αργότερα ο Νικόλας μου είπε ότι η ταινία προβλήθηκε στις Κάννες και έτυχε καλής αποδοχής. Κάποιοι μεγάλοι παραγωγοί, ήθελαν να αναλάβουν να διανείμουν την ταινία, αλλά ήθελαν να με αντικαταστήσουν με ένα μεγαλύτερο όνομα που θα έλεγε ό,τι ακριβώς έλεγα εγώ! Προς τιμήν του ο Νικόλας δεν το προχώρησε. Πιστεύω ότι η ταινία που γυρίσαμε ήταν αξιοπρεπέστατη και τιμά τον S.J. Hawkins. Είμαι πολύ περήφανος που συμμετέχω στον ίδιο φιλμ με τον Bo Diddley!

Όσο για τον ίδιο τον Jay, το έχω ξαναπεί, ήταν ένας καταπληκτικός τύπος για να δουλεύεις μαζί και έγινε στην πορεία  ένας καλός φίλος που μου λείπει ιδιαίτερα σήμερα.

Πες μας λίγα λόγια για την διαδικασία ηχογράφησης της τελευταίας σας δουλειάς.

Το 2020 ήταν η επέτειος των 40 χρόνων μας και θέλαμε να κάνουμε κάτι μεγάλο : Είχαμε κλείσει μια μεγάλη περιοδεία και είχαμε ηχογραφήσει ένα νέο άλμπουμ ("NYC") το οποίο επρόκειτο να κυκλοφορήσει λίγο πριν την περιοδεία. Είχα επίσης τελειώσει ένα νέο βιβλίο, το "As Times Gone (The Lysergic Legacy of The Fuzztones)", το οποίο θα κυκλοφορούσε εγκαίρως για την περιοδεία. ΑΛΛΑ η περιοδεία δεν έγινε ποτέ.

Αντ' αυτού είχαμε 2+ χρόνια αποκλεισμού από το Covid. Αποφάσισα ότι, αφού δεν θα κάναμε συναυλίες, θα εκμεταλλευόμουν τον χρόνο για να γράψω τραγούδια και να κυκλοφορήσω επίσης ένα άλλο άλμπουμ, το οποίο τελικά ήταν το "Encore". Με το "NYC" υπήρχε ένα συγκεκριμένο concept - μια επιστροφή στις ρίζες που μας διαμόρφωσαν. Είχαμε δημιουργηθεί ως μπάντα στη Νέα Υόρκη και ο λόγος που είχαμε μετακομίσει εκεί εξαρχής ήταν για να γίνουμε μέρος της punk σκηνής της Νέας Υόρκης.

 

Έτσι, κάναμε ένα άλμπουμ με διασκευές, δίνοντας την εκδοχή των Fuzztones σε υλικό των Patti Smith, Richard Hell, NY Dolls, κλπ. Διασκευάσαμε ακόμα και το "New York, New York" του Frank Sinatra. Πέρασε ένας χρόνος και ήμασταν ΑΚΟΜΗ κλειδωμένοι. Μόνο 3 από τα μέλη της μπάντας ζουν στο Βερολίνο - τα άλλα 2 ζουν στην Ιταλία και την Ολλανδία. Έτσι, ήταν αδύνατο να ηχογραφήσουμε ως συγκρότημα, ωστόσο ένιωσα ότι έπρεπε να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία για να κυκλοφορήσουμε ένα ακόμη άλμπουμ. Δεν είχαμε ακόμα πολύ πρωτότυπο υλικό, οπότε αποφάσισα ότι έπρεπε να κυκλοφορήσουμε όλα τα τραγούδια που παίζαμε τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να ηχογραφήσουμε. Έτσι, αυτό κάναμε.

Είχα ένα πρωτότυπο τραγούδι που στην πραγματικότητα είχα γράψει για τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη που ονομάζεται "Barking Up The Wrong Tree" - το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Little Steven (του ραδιοφωνικού προγράμματος Little Steven'S Underground Garage) μόλις επέλεξε ως το "Coolest Song In The World This Week" - καθώς και μερικές άγνωστες διασκευές: "Marble Hall" από τους Marble Hall, "Eyes in the Back of My Head" από τον Bevis Frond, "Land of Nod" από τους Sunliners... Πήγα σε ένα στούντιο με τον ντράμερ μου και ηχογράφησα τα ρυθμικά κομμάτια και μετά η Lana και εγώ προσθέσαμε overdubs. Το "Land of Nod" είχε ήδη ηχογραφηθεί για το σόλο άλμπουμ της Lana, "Order To Love", αλλά δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Είχα παίξει μπάσο σε αυτό και ο πρώην Fuzztone Lenny Svilar έπαιξε lead. Εγώ απλώς έκανα overdub τα φωνητικά και έφερα τον Steve Mackay για να ηχογραφήσει το σαξόφωνο. Ήταν πολύ συναρπαστικό να ηχογραφώ με τον σαξοφωνίστα που παρείχε όλο αυτό το υπέροχο σαξόφωνο στο άλμπουμ "Funhouse" των Stooges. Όπως αποδείχθηκε, ο Steve ήταν αρκετά άρρωστος και πέθανε λίγο μετά την ηχογράφηση.

Για ένα τέταρτο κομμάτι είχαμε ήδη το "Alexander" από το άλμπουμ "Horny as Hell", οπότε για να το κάνω κάτι διαφορετικό από εκείνη την έκδοση έβγαλα τα guest φωνητικά του Wally Waller και τα ξαναέκανα εγώ. Στείλαμε τα τέσσερα κομμάτια στην εταιρεία (Cleopatra) για να τα κυκλοφορήσουμε ως EP, αλλά αποφάσισαν ότι χρειαζόμασταν περισσότερα κομμάτια και έτσι, χωρίς την άδειά μου, πρόσθεσαν το "Santa Claus" - ένα κομμάτι που είχαμε σε μια από τις χριστουγεννιάτικες συλλογές τους - και το "Let's Live For Today" που στην πραγματικότητα δεν είμαστε καν εμείς! Είναι ένα κομμάτι που μας έβαλαν να παίξουμε backing στα πρωτότυπα φωνητικά των Grass Roots. Βγήκε οκ, αλλά πραγματικά δεν νομίζω ότι ταιριάζει στο πλαίσιο του άλμπουμ.

 

 

 

Ποια είναι τα πλάνα των Fuzztones μετά το τέλος αυτής της περιοδείας;

Αυτό που κάνουμε πάντα, θα συνεχίσουμε να ροκάρουμε..συναυλίες, δίσκοι...για όσο υπάρχουν fans της μουσικής μας, εμείς θα είμαστε εκεί.

Kαι για το τέλος, τι να περιμένουμε για το live στο Gagarin205 στις 7 Οκτώβρη;

Να περιμένετε ένα καταιγιστικό σόου από μία από τις  τελευταίες –αν όχι η μόνη τελευταία – πραγματικές Rock’n’Roll μπάντες που έχουν απομείνει στον πλανήτη.

 

Photo credits: Θάνος Τσάντας / funhaus.gr

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.