Συζητώντας με τη Ρέα Γαλανάκη λίγο μετά την απονομή του "Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων"

Συζητώντας με τη Ρέα Γαλανάκη λίγο μετά την απονομή του "Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων"

Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα. Η λογοτεχνική της παραγωγή εκτιμήθηκε από κριτικούς και αναγνώστες. Ανάμεσα σε σημαντικές βραβεύσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο (1999, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, και 2005, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος). Σύμφωνα με το σκεπτικό της φετινής Επιτροπής, που αποφάσισε να της απομείνει το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά στον χώρο της λογοτεχνίας, έχει ανοίξει «νέους δρόμους στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εγγραφή της Ιστορίας και του ιστορικού βιώματος στο σύγχρονο λογοτεχνικό κείμενο».
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαεπτά γλώσσες. Σημαντικοί της τίτλοι αποτελούν O βίος του Iσμαήλ Φερίκ πασά (1989),
Θα υπογράφω Λουί (1993), Ελένη ή ο Κανένας (1998), Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων (2002), Αμίλητα βαθιά νερά (2006),
Η Άκρα Ταπείνωση (2015), Δυο γυναίκες, δυο θεές (2017), Εμμανουήλ και Αικατερίνη (2022).

Ανταποκρινόμενη στην πρόσκλησή μας μας μίλησε για τη λογοτεχνία ασφαλώς, τα best sellers, τα βραβεία, τα social media, αλλά και για ποικίλα άλλα θέματα. Νιώθουμε ιδιαίτερη χαρά που την φιλοξενούμε στο debop και την ευχαριστούμε θερμά για την ξεχωριστή τιμή.

 

 

 

Τι σημαίνει για εσάς το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο, ένα βραβείο ειδικού τύπου και μεγάλου κύρους, που αφορά τη συνολική προσφορά στη λογοτεχνία;

Το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων σημαίνει για μένα πολλά. Πρώτα-πρώτα την πιο υψηλή διάκριση για ανθρώπους των Γραμμάτων, όχι μόνο λογοτέχνες. Ποτέ δεν έκανα το παραμικρό για να μου δοθεί, ούτε καν το είχα σκεφτεί, ήμουν άλλωστε στη λίστα για μια επιμέρους βράβευση από την κριτική επιτροπή, δηλαδή του μυθιστορήματος. Μα πιο πολύ με συγκινεί που, μέσα από  αυτό το βραβείο, που δίνεται  για το σύνολο του έργου μου, βραβεύεται κατά κάποιο και μια δύσκολη ζωή – δεν μιλώ μόνο για τη δική μου, μα για την ζωή του καθενός που αφοσιώνεται στη λογοτεχνία. Με την ομορφιά και με τα λάθη της πάντα.

Ήταν μια αναγνώριση που ήρθε κάπως καθυστερημένα για εσάς, καθότι είστε πολυγραφότατη και καθιερωμένη συγγραφέας, ή την κατάλληλη στιγμή, θεωρώντας πως βρίσκεστε στην ωριμότερη δημιουργική σας περίοδο;

Κάποιοι έγραψαν στο fb κι αλλού, ότι από καιρό έπρεπε να το είχα λάβει. Εγώ ξέρω μόνο ότι χάρηκα πάρα πολύ, το ομολογώ, όταν το έλαβα. Νωρίς ή αργά δεν ξέρω, θα το δείξει η ζωή.

Πιστεύετε στην αξία των λογοτεχνικών βραβείων; Οι βραβεύσεις στον χώρο των γραμμάτων είναι χρήσιμες;

Καλό είναι να υπάρχει ο έπαινος για το καλό και ο ψόγος για το κακό. Είναι ένας βασικός κανόνας λειτουργίας όλων των κοινωνιών, από  τότε που υπήρξαν. Το θέμα είναι, πρώτον τι θεωρείται σε κάθε τομέα καλό ή κακό, και δεύτερον ποιοι  λαμβάνουν τις αποφάσεις. Συνοψίζοντας, αν ένα βραβείο δίνεται με τίμιο τρόπο (γιατί, αλίμονο, συχνά υπάρχει παρασκήνιο, κλειστές παρέες  κλπ), και  αν το έργο που βραβεύεται έχει ήδη αναγνωριστεί και αγαπηθεί από ένα απαιτητικό κοινό, τότε καλώς. Ηθικά βοηθά πάντα τον συγγραφέα, οικονομικά ελάχιστα ή καθόλου.

Η συγγραφή κατά τη γνώμη σας είναι έμφυτο ταλέντο, κάτι που προκύπτει, κάτι που “μαθαίνεται”;

Υπάρχει  μια ένδειξη, ένα σημάδι από τα παιδικά χρόνια, που μπορεί να καλλιεργηθεί ή να μαραζώσει, π.χ. ένα παιδάκι που αγαπά τη ζωγραφική μπορεί κάποτε να γίνει ζωγράφος, ένα άλλο που του αρέσει να διαβάζει βιβλία να στραφεί στα Γράμματα. Μεγάλη σημασία έχει το περιβάλλον που θα βρεθεί, αλλά και το δικό του πείσμα. Επίσης η συγγραφή κάπως «μαθαίνεται», δηλαδή «εξηγείται» και «αναδεικνύεται» από καλούς δασκάλους/καθηγητές. Εγώ ήμουν τυχερή στα εφηβικά μου χρόνια που είχα τέτοιους καθηγητές, ενώ  απογοητεύθηκα βαθιά από τη Φιλοσοφική Αθηνών τον καιρό που σπούδαζα, τον περισσότερο επί δικτατορίας. Αλλά πείσμωσα, πείσμωσα για τα καλά,  και δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω με πάθος όσα με ενδιέφεραν. Κάπως αυτοδημιούργητη δηλαδή,  μπορεί να  ’ναι  καλύτερο αυτό, αν και πιο δύσκολο. Από χρόνια, πάντως, υπάρχουν σχετικά σεμινάρια που μπορούν να βοηθήσουν αρκετά – κι εδώ, όπως παντού,  ένα είναι το σημαντικό, να είναι καλός  εκείνος που διδάσκει.

Η συγγραφική σας ταυτότητα επηρεάστηκε από την ιδεολογική σας διαδρομή;

Όλα «παίζουν» στο  λογοτεχνικό έργο : οι έρωτες, οι αποτυχίες, οι ιδεολογίες που παίρνει - κι αφήνει ενδεχομένως  ο καθένας μας, οι φίλοι, οι γονείς κι  οι πρόγονοι, ο τόπος φυσικά, η ιστορική στιγμή, η κοινωνική  συγκυρία προπάντων, η σημασία του φύλου, οι αφηγήσεις, πολλά και  διάφορα,  μα πάνω απ’  όλα η συνεχής  καλλιέργεια  «του νου, της ψυχής, και της πένας» μέσα από το διάβασμα. Από το καθημερινό διάβασμα και από  συγγενείς  τρόπους, π.χ, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη ζωγραφική και άλλα. Τίποτε δεν υπάρχει απολύτως μόνο του στα γραπτά μας, αν και υπάρχει κάθε φορά η εστίαση σε κάτι συγκεκριμένο, έτσι πιστεύω. Ο δήθεν «απλός συγγραφέας» είναι,  ή καταντά γρήγορα απλοϊκός, φοβάμαι.

Θυμάστε κάποια ιδιαίτερη στιγμή στα πλαίσια της πλούσιας συγγραφικής σας διαδρομής;

Πολλές, και καλές και κακές, δύσκολο να αποφασίσω ποια.

Υπάρχει και η συνεργασία με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο στο πλαίσιο της τελευταίας (ανολοκλήρωτης) ταινίας του «Η Άλλη Θάλασσα». Τι θυμάστε περισσότερο από αυτή;

Τον γνώριζα λίγο από κοινές παλιές παρέες,  μάλιστα εμφανίζομαι μια στιγμή στον «Θίασο» να χορεύω. Με  αναζήτησε λόγω ενός διηγήματός μου, και μου ζήτησε να συνεργαστούμε για την ταινία που λέτε. Θυμάμαι την μεγάλη επικοινωνία μας, την ξαφνική βαθιά φιλία μας. Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που δούλευε ο ίδιος το σενάριο, αυτός δηλαδή το έγραφε πρώτα και μετά το συζητούσε. Επίσης δεν έφερε ποτέ σε επαφή τον γνωστό και καλό σεναριογράφο του, τον φίλο του Πέτρο Μάρκαρη που κι εγώ τον γνώριζα καλά, με εμένα για το   σενάριο, λέγοντας ότι άλλα παίρνει από τον καθένα μας. Το σενάριο της «Άλλης θάλασσας» (από τον Σεφέρη, που τον λάτρευε, οι λέξεις) γράφτηκε πάρα πολλές φορές. Με εντυπωσίασε επίσης ότι είχε σπουδάσει και στη Νομική Αθηνών και στην περίφημη IDEC στο Παρίσι, χωρίς να πάρει πτυχίο από πουθενά, ότι είχε μεγάλες γνώσεις της γαλλικής λογοτεχνίας όσο και των μεγάλων ρευμάτων σκέψης  εκείνης της εποχής στη Γαλλία.  Ήταν ένας διανοούμενος, κι ένας από τους πιο μορφωμένους σκηνοθέτες μας.

Έχετε εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια. Ποιο λογοτεχνικό είδος σας εκφράζει περισσότερο;

Με εκφράζουν όλα, είτε χωριστά, είτε στη σύνθεσή τους. Ξεκίνησα από ποίηση, στη ροή του χρόνου με κέρδισε η  αφήγηση.  Η ανάμειξή τους, με  λογισμό και μέτρο, με ενδιαφέρει πάντα. Δεν είναι εύκολο.

 

 

 

Από το σύνολο των βιβλίων σας είναι κάποιο που έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;

Το μυθιστόρημα «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» θεωρείται πλέον από πολλούς εμβληματικό, επειδή ανανέωσε το ιστορικό μυθιστόρημα που είχε παρακμάσει μετά τη λογοτεχνική Γενιά του Τριάντα. Το «Ελένη, ή ο Κανένας» θεωρείται θεμελιώδες για ζητήματα φύλου.  Όμως εγώ, αν μου επιτρέπετε,  σαν μάνα  υποστηρίζω όλα μου τα λογοτεχνικά παιδιά,   βρίσκω το καθένα τους ξεχωριστό κι υπέροχο. Ειλικρινά, έτσι τα νιώθω.

Παίρνοντας ως αφορμή το τελευταίο σας βιβλίο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη», μια βιογραφία των γονιών σας και έμμεσα μια δική σας αυτοβιογραφία και έχοντας κατά νου ότι τα περισσότερά σας έργα έχουν περιεχόμενο βιογραφίας, θα ήθελα να σας κάνω μια γενικότερη ερώτηση για το πώς προκύπτουν οι ήρωές σας. Επιπλέον, αρκετά μυθιστορήματά σας συντίθενται με βάση πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες, χρησιμοποιώντας αυθεντικά ντοκουμέντα. Πολλά από αυτά μάλιστα εντάσσονται στα ιστορικά μυθιστορήματα, αποδεικνύοντας ότι η σχέση ιστορίας και αφήγησης είναι σημαντική για εσάς. Σε ορισμένα ο τόπος δράσης είναι η γενέτειρά σας, η Κρήτη. Βάλτε μας, αν θέλετε, στο εργαστήρι της συγγραφέως και μιλήστε μας για το υλικό σας, πώς προκύπτει, πώς το επεξεργάζεστε;

Οι ήρωές μου πάντα είναι απολύτως  σχετικοί με τη ζωή μου. Αυτοβιογραφούμαι, όπως άλλωστε οι περισσότεροι συγγραφείς, είτε  με βάση τα δικά μου βιώματα (που είναι και το πιο απλό), είτε έχοντας απέναντί μου ένα μοντέλο που με ενδιαφέρει  (όπως οι ζωγράφοι). Απαραίτητη προϋπόθεση για το δεύτερο είναι να με συγκινεί βαθύτατα  το «μοντέλο», δηλαδή ένα άλλο υπαρκτό πρόσωπο, και να ταυτίζομαι μαζί του σε  ορισμένα θέματα.  Τον εαυτό μου ανασκάπτω, εμβαθύνοντας σε ένα άλλο υπαρκτό πρόσωπο. Ένα επιμέρους τρίτο ζήτημα είναι ότι, αν το  υπαρκτό πρόσωπο που με συγκινεί είναι ταυτόχρονα κι ένα ιστορικό πρόσωπο, τότε  οφείλω να μελετήσω πάρα πολύ σκληρά όχι μόνο τη ζωή του αλλά και την εποχή του – πάντα λέω ότι η έρευνα ανοίγει τη λογοτεχνική διαπραγμάτευση ενός θέματος. Κατόπιν πρέπει να υποταχθούν όλα τα ερευνητικά μου ευρήματα στις απαιτήσεις μιας αυστηρής  λογοτεχνίας, παμπάλαιας όσο και σύγχρονης, ώστε να προκύψει  ένα κείμενο λογοτεχνίας και όχι ένα ιστορικό κείμενο (μόνο στην περίπτωση της Ελένης Αλταμούρα- Μπούκουρα, δέκα χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματός μου «Ελένη, ή ο Κανένας», το Μουσείο Μπενάκη μου ζήτησε να γράψω και την ιστορική βιογραφία της στον Κατάλογο που εξέδωσε, με αφορμή μια μεγάλη έκθεση για τον Ιωάννη Αλταμούρα και τους συγγενείς του ζωγράφους). Και καθώς ο χρόνος και ο τόπος συνυπάρχουν τόσο στη ζωή όσο και στη μνήμη μας, επομένως και στη λογοτεχνία, η γενέτειρα Κρήτη υπάρχει σε αρκετά έργα μου, χωρίς απλουστεύσεις. Βαθύτερα όμως είναι η κοινή πατρίδα, η κοινή  γλώσσα, η κοινή μνήμη, οι κοινές περιπέτειες, ας πω και οι κοινές τραγωδίες  που με  εμπνέουν, δηλαδή με συγκινούν.

 

 

 

Δέχεστε τη διάκριση ανάμεσα σε λογοτεχνία και παραλογοτεχνία; Ποια είναι τα κριτήρια που κατά τη γνώμη σας καθιστούν ένα κείμενο λογοτεχνικό;

Ναι, υπάρχει. Υπήρχε από πάντα, μόνο που σήμερα τα πράγματα είναι,  λόγω της γενικής ελαφρότητας και της αλλαγής της τεχνολογίας, αφάνταστα χειρότερα. Από τον καταιγισμό των εύκολα εκδιδόμενων βιβλίων, όσο και της ευκολότερης  διαδικτυακής τους προώθησης, ελάχιστα θα επιβιώσουν για να αποτελέσουν σημείο αναφοράς.  Μαζί τους ίσως χαθεί και η  καλλιεργημένη γλώσσα. Αλλά χάνεται ποτέ η υψηλότερη διατύπωση μιας εθνικής γλώσσας, που είναι η καλή λογοτεχνία της; Ιδού το ερώτημά μου…

Σας απασχολεί τα βιβλία σας να έχουν απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, να εντάσσονται στις λίστες με τα best sellers ή η συγγραφική πορεία είναι μια διαδικασία που ο απόηχός της δεν κατέχει σημαίνουσα θέση για εσάς;

Σε όλους αρέσει να διαβάζονται τα βιβλία τους, γι’  αυτό άλλωστε τα εκδίδουν. Οι αναγνώστες   είναι οι αποδέκτες και κριτές τους. Προσωπικά δεν δίνω και μεγάλη σημασία στα λεγόμενα best sellers, εκεί συνήθως - όχι πάντα - ανθεί και λουλουδίζει η παραλογοτεχνία,  ενώ τα προτείνουν - επίσης όχι πάντα - τα λεγόμενα εμπορικά βιβλιοπωλεία. Εμπιστεύομαι πιο πολύ  κάποιους έγκυρους κατά τη γνώμη μου κριτικούς, τους φίλους και τις φίλες μου, και μαζί με αυτούς τα ποιοτικά βιβλιοπωλεία που υπάρχουν.

Ποια είναι η σχέση σας με τα social media; Συναντάμε συναδέλφους σας να τα αξιοποιούν για να εκφράσουν τις απόψεις τους για ποικίλα θέματα ή να προβάλλουν νέες τους συγγραφικές δημιουργίες. Θεωρείτε ότι η λογοτεχνία και οι δημιουργοί της μπορούν να ταιριάξουν με τα social media και ως ποιο βαθμό;

Μέτρια έως και κακή. Αναγκάστηκα  να μπω στο παιχνίδι για τη δουλειά μου πιο πολύ, γιατί αλλάξαν οι καιροί κι αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπει κανείς.  Σπάνια κάνω ανάρτηση για  κάτι  που δεν είναι επαγγελματικό, ούτε μου αρέσει η γενικευμένη  φλυαρία,  οι πολλές  ωραιοπαθείς φωτογραφίες, η μεγέθυνση της ασημαντότητας σε ειδωλολατρία  κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.  

Πώς κρίνετε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή; Θεωρείτε ότι η εποχή των σπουδαίων διαχρονικών δημιουργών έχει περάσει ανεπιστρεπτί;

Ποτέ δεν περνά για  οποιαδήποτε εθνική λογοτεχνία η εποχή των σπουδαίων δημιουργών. Αν περάσει στην Ελλάδα, τότε δεν θα υπάρχει πια ούτε η ελληνική γλώσσα. Και το λέω αυτό αγαπώντας βαθύτατα όλες τις  γέφυρες, όλες τις επιρροές και τις γόνιμες προσμείξεις που ανέκαθεν είχαν η ελληνική γλώσσα και σκέψη με  την ευρωπαϊκή πιο πολύ λογοτεχνία και στοχασμό.  Δεν υπάρχει μόνη στην παρθενικότητά της καμιά γνωστή γλώσσα, παρά την αναγνωρίσιμη ιστορία και την αυτοτέλειά της.

Ξεχωρίζετε κάποιους Έλληνες λογοτέχνες από τις νεότερες γενιές;

Ξεχωρίζω μερικούς, αν και δεν μπορώ  να ισχυρισθώ   ότι γνωρίζω επαρκώς την τεράστια λογοτεχνική παραγωγή των ημερών μας. Υπάρχουν πάντα νέοι με ποιότητα, και με λογοτεχνικό ήθος, που, νομίζω, αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει.   

Με δεδομένο ότι είστε μια επαγγελματίας συγγραφέας, καθολικά αποδεκτή από τον κόσμο των γραμμάτων και ευρέως αναγνωρίσιμη από το αναγνωστικό κοινό, τι συμβουλή θα δίνατε σε κάποιον/α που θα ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή;

Να μην περιμένει να ζήσει μόνο από  τα συγγραφικά του δικαιώματα στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο, φταίνε πάρα πολλά, και δεν φαίνεται να διορθώνεται.

Το βιβλίο σας «Πού ζει ο λύκος;», που επανεκδόθηκε πρόσφατα, έχει την αφιέρωση "Για τις παρέες, από το 67 ώς το 74". Ποιος ήταν ο ρόλος της φιλίας στη συγγραφική σας δραστηριότητα και γενικότερα τι θέση κατέχει η φιλία στη δική σας ζωή;

Δεν ήταν απλώς φιλία. Ήταν κάτι πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο στέρεο, πολύ πιο παθιασμένο, και προπαντός κάτι που μένει αθάνατο. Σφυρηλατήθηκε   από τις συνθήκες του καθημερινού μεγάλου κινδύνου, αλλά και της μικρής ή μεγάλης  αντίστασης του καθενός μας στη φρικτή εκείνη στρατιωτική δικτατορία. Συμβαίνει σε ανάλογες ιστορικές συνθήκες.

 

 

 

Θα βλέπατε με ενδιαφέρον και για την περίπτωσή σας την έκδηλη σημερινή τάση στον χώρο της πολιτιστικής παραγωγής, τη μεταφορά λογοτεχνημάτων σας στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη ή τη θεατρική σκηνή;

Η μεγάλη οθόνη και η θεατρική σκηνή  μπορούν να βρεθούν  πολύ κοντά στο λογοτεχνικό έργο και τον συγγραφέα του, κρατώντας φυσικά την αυτοτέλεια του δικού τους είδους.  Άλλωστε, τρία  μυθιστορήματά μου  έχουν ανέβει στη θεατρική σκηνή. Για τη μετατροπή όμως ενός απαιτητικού λογοτεχνικού έργου σε τηλεοπτικό σήριαλ, κρατώ  αρκετές  επιφυλάξεις κι έχω αρνηθεί μερικές προτάσεις. Σωστά ή λάθος. 

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας μελλοντικά σας πλάνα; 

Να κλειστώ για μήνες στο σπίτι μου, χωρίς καμιά άλλη υποχρέωση,  για  να συγκεντρωθώ στο γράψιμο. Το γράψιμο μου έχει λείψει τελευταία. Όμως αυτό θέλω.

 

 

 

* Θερμές ευχαριστίες για τη συμβολή τους στη συνέντευξη στον κ. Θανάση Αγάθο, Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, την κ. Αλίκη Τσοτσορού, ΕΔΙΠ του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής του ΕΚΠΑ και την κυρία Ισμήνη Κουρούπη από τις εκδόσεις Καστανιώτη.   

    

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.