Ο Γιώργος Τριανταφύλλου μιλά για τα «Μούσια»

Ο Γιώργος Τριανταφύλλου μιλά για τα «Μούσια»

Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας της παράστασης «Μούσια», Γιώργο Τριανταφύλλου, μίλησε στο debop.gr για την πετυχημένη μουσική κωμωδία αλλά και το θέατρο γενικότερα.

 

Γράφοντας τα «Μούσια» είχατε την ιδέα εσύ και Νικόλας Φραγκιουδάκης να στήσετε εξαρχής μια φάρσα ή σας βγήκε στην πορεία το concept;

Όλη αυτή η διαδικασία ξεκινάει από τον τρόπο με τον τρόπο με τον οποίο συνδεθήκαμε και γνωριστήκαμε με τον Νικόλα σε ένα escape room όπου δουλεύαμε μαζί και ανακαλύψαμε μέσα από τον κοινό κωμικό μας κώδικα ότι μας αρέσουν πολύ οι αναφορές στη δεκαετία του ’90.

Μας άρεσαν οι ίδιες σειρές και το ίδιο είδος να κάνουμε χιούμορ αρχίσαμε να μοιραζόμαστε σε καθημερινή βάση ατάκες. Και αφού είμασταν και οι δύο ηθοποιοί λέγαμε μεταξύ σοβαρού και αστείου πότε θα γράψουμε κάτι μαζί, πότε θα παίξουμε κάτι μαζί. Ο σχεδιασμός λοιπόν ήταν μια διαδικασία εν κινήσει, το ένα έφερε το άλλο και μας πήγε αυτόματα προς την κωμωδία η γραφή μας. Όχι ότι μας αφορά αποκλειστικά η κωμωδία, αλλά αφενός επειδή έχουμε ανάγκη από γέλιο και αφετέρου επειδή η δεκαετία του ’90 είναι ταυτόσημη με το συγκεκριμένο είδος, το όλο εγχείρημα προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο. Σκέψου πως όταν μπήκαμε στο γράψιμο ήταν όλα αυτοματοποιημένα και αυθόρμητα.

Από αυτό το δημιουργικό πινγκ πονγκ προέκυψε και ο τίτλος;

Ναι, όλοι υπό μια έννοια πουλάνε «μούσια» και υπάρχει στην πλοκή κι ένα πολυπόθητο έργο τέχνης με τίτλο «μούσα θανάτου» και συνθέτει ένα από τα βασικά σημεία αναφοράς της παράστασης. Με βάση αυτές τις παιγνιώδεις λεκτικές αναφορές λοιπόν συνθέσαμε το νοηματικό νήμα και εγένετο «Μούσια».

Έχω την αίσθηση πως κομμάτι της επιτυχίας σημαντικό είναι η σχέση που έχει αναπτυχθεί με το κοινό, το έργο μοιάζει ανοικτό σε ό,τι αφορά το feedback.

Είναι αρκετά ζωντανό σε επίπεδο ενέργειας το έργο κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο επικοινωνιακό χάρισμα του Νικόλα, ο οποίος είναι αρκετά έμπειρος ηθοποιός, δουλεμένος στην επικοινωνία με τον κόσμο επί σκηνής κι αυτό είναι βασικό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε το βασικό γεγονός, δηλαδή ότι παίζουμε για να έρθει κάποιος να μας δει. Εμάς μας αρέσει να γυρνάμε στο κοινό το βλέμμα, κι αυτό το συναντούσαμε τη δεκαετία του ’90 και έχει πίσω του ως format τις δεκαετίες του ΄60 και του ’70. Υπάρχουν όρια, υπάρχει μια σταθερή ροή αλλά κάθε παράσταση έχει ιδιαιτερότητες και δυναμική, το κοινό έχει ρόλο.

 

Ο χαρακτήρας της μουσικής και η ίδια η παρουσία της τραγουδίστριας στην παράσταση, που είναι κομβικός, ποιανού ιδέα ήταν;

Υπήρχε η ιδέα να γράψουμε κάτι με τον Νικόλα ώστε να παιχτεί από τον ίδιο. Στην πορεία, ενώ δεν είχε οργανωθεί το τι και πως μπήκε στην παρέα μας η Ζαχαρούλα, που είναι τραγουδίστρια - ηθοποιός και την οποία σκεφτήκαμε πως θα αξιοποιήσουμε επί σκηνής. Και υπό μια έννοια η παρουσία «κούμπωσε» την παράσταση με την αναφορά στα μπουζούκια και το ραδιόφωνο των ‘90s. Η ιδέα της λαϊκής τραγουδίστριας ήρθε κατ’ αυτό τον τρόπο και εμπλούτισε το έργο σημαντικά.

Μετά τα Μούσια τι να περιμένουμε από εσένα;

Γράφω κάτι το οποίο πάλι στην κωμωδία κινείται και ειδικότερα στο πεδίο της πολιτικής σάτιρας. Πραγματεύεται κάτι το ιδεατό και μη ρεαλιστικό και ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Αφορά πολύ την Ευρώπη, το ευρωπαϊκό ιδεώδες και τον ρόλο της Ευρώπης μέσα σε αυτό. Θα έχει επιθεωρησιακά στοιχεία αλλά η ματιά του έργου δεν θα είναι προσανατολισμένη αυστηρά στην επικαιρότητα γιατί θέλω γενικότερα τα έργα μου παρότι φιλοδοξούν να μιλούν για ζητήματα διαρκώς παρόντα να είναι ανοικτά στην προοπτική της μεταφοράς σε ένα άλλο χρονικό πλαίσιο ή σε έναν άλλο τόπο.

Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση βρίσκονται εδώ.

Φωτογραφία Γιώργου Τριανταφύλλου: ΠANOΣ ΓIANNAKOΠOYΛOΣ

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.