Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου μας μιλούν για τη «Σεροτονίνη» τους!

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου μας μιλούν για τη «Σεροτονίνη» τους!

Το ανατρεπτικό έργο Σεροτονίνη του Μισέλ Ουελμπέκ, ενός από τους πιο δαιμόνιους κι επιδραστικούς σύγχρονους λογοτέχνες, μεταφέρουν ξανά σε ελεύθερη απόδοση στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά παγκοσμίως, μετά τα αλλεπάλληλα sold out, οι Elephas tiliensis από τις 14 Νοεμβρίου έως και τις 10 Ιανουαρίου στο ΒIOS.           

Μια παράσταση πολλαπλών μέσων, σε συν-σκηνοθεσία Δημήτρη Αγαρτζίδη και Δέσποινας Αναστάσογλου, βαθιά υπαρξιακή, ανορθόδοξα ρομαντική, για τις ψευδαισθήσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού.

Οι δυο σκηνοθέτες της παράστασης μιλούν στο debόp!

❖Η Σεροτονίνη στην πρωτότυπη μορφή της είναι μυθιστόρημα. Για ποιους λόγους επιλέξατε να διασκευάσετε και να ανεβάσετε αυτό το έργο;

Η λογοτεχνία είναι ένας βασικός κορμός της δουλειάς μας και ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι μέσα από το εκάστοτε μυθιστόρημα μπορούμε να πάρουμε τον πυρήνα που μας απασχολεί και να τον αναπτύξουμε σε σχέση με τη δική μας οπτική. Και ένας δεύτερος πολύ ισχυρός λόγος είναι το ίδιο το μυθιστόρημα του Ουελμπέκ το οποίο είναι πραγματικά μια πολύ ισχυρή υπενθύμιση του πως καταναλώνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό χωρίς να μπορούμε να αντλήσουμε χαρά στη ζωή μας. Η επιλογή έχει να κάνει πολύ και με τη στιγμή που βρισκόμαστε κάθε φορά. Όταν πρωτοδιαβάσαμε το μυθιστόρημα ήμασταν και οι δύο βέβαιοι ότι έπρεπε να το κάνουμε.

❖Σε ποια σημεία του μυθιστορήματος δώσατε περισσότερη έμφαση; Ποια επιλέξατε να κρατήσετε και ποια να ‘αποβάλλετε’;

Δεν θέλαμε να αποβάλουμε κανένα σημείο γιατί είναι όλο το κείμενο πολύ συμπαγές. Αυτό που μας απασχόλησε και μας απασχολεί κάθε φορά που καταπιανόμαστε με λογοτεχνία είναι να βρούμε τον κατάλληλο εκείνο τρόπο που η σκηνική πραγμάτωση του λογοτεχνικού έργου θα αποκτήσει υπόσταση θεατρική. Θέλουμε δηλαδή να βρίσκουμε κάθε φορά τη μορφή και τον τρόπο να μιλήσουμε άμεσα με τον θεατή και όχι με τον αναγνώστη, καθώς είναι ένα τελείως διαφορετικό μέσο και δεν έχει νόημα να του αφηγηθούμε την ιστορία με τον τρόπο που θα μπορούσε να τη διαβάσει αλλά να του αφηγηθούμε την ιστορία βιωματικά, δηλαδή να ξυπνήσουμε εκείνο τον πυρήνα, εκείνο το κέντρο που κλονίζει κι εμάς τους ίδιους όταν διαβάζουμε το μυθιστόρημα. Γιατί θέλουμε μέσω του θεάτρου πια να κλονίσουμε τον θεατή. Ένα βασικό θέμα της Σεροτονίνης είναι η κατάθλιψη ως συνέπεια της πολιτικής της Δύσης και του οικονομικού συστήματος. Το περιβάλλον φυσικό και πολιτικό πάσχει και πάσχει και ο άνθρωπος. Τίθεται το παντοτινό ερώτημα αν υπάρχει ευτυχία, αν μπορούμε να βρούμε την ευτυχία μέσα από τον τρόπο που ζούμε και αν μπορεί να υπάρξει ποτέ αυτός ο τρόπος.

 

❖Τι θεωρείτε ότι κάνει τη Σεροτονίνη ένα υπαρξιακό και ταυτόχρονα ανορθόδοξα ρομαντικό έργο;

Πάντα υπάρχει η γωνία από την οποία θα δεις τα πράγματα. Θα μπορούσε κανείς διαβάζοντας τη Σεροτονίνη να δει το ποτήρι μισογεμάτο ή αντίθετα να δει το ποτήρι μισοάδειο. Εμείς πιστεύουμε ότι παρότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ σκληρό χιούμορ, κυνισμό, βία και πολλές φορές την τεχνική του σοκ, προσπαθεί να αφυπνίσει την ευαίσθητη και μαλακή πλευρά της ψυχής μας, να ακονίσει το πνεύμα μας με τρόπο που θα κάνει την καρδιά μας να αισθανθεί. Μας βάζει  μπροστά στον ίδιο μας τον εαυτό μας, μας ξεγυμνώνει θα λέγαμε. Αυτό βέβαια δεν είναι πάντα ευχάριστο, αλλά πολλές φορές μπορεί να είναι λυτρωτικό. Και εμείς θεωρούμε ότι αυτό το κείμενο προσφέρει λύτρωση εν τέλει, μια ανορθόδοξη θα λέγαμε λύτρωση σε σχέση με αυτό που έχουμε συνηθίσει να εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη.

❖Κατά πόσον ο Φλοράν, ο κεντρικός ήρωας του έργου αντικατοπτρίζει την εικόνα ενός σύγχρονου, απλού, καθημερινού ανθρώπου; Πώς επιλέξατε να τον παρουσιάσετε;

Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας αστός που έχει λύσει το βιοποριστικό του θέμα, δεν έχει πια ανάγκη να δουλέψει οπότε με έναν τρόπο έχει και την πολυτέλεια να ασχοληθεί με την ασθένειά του και να αφεθεί μέσα σε αυτή, να επιτρέψει στον ίδιο του τον εαυτό να ταξιδέψει σε σκοτεινά μονοπάτια. Είναι όμως ένας άνθρωπος ο οποίος ζει στο τώρα και φέρει όλα τα χαρακτηριστικά που φέρουμε λίγο-πολύ όλοι μας μέσα στην καθημερινότητα, αυτά της νεύρωσης, του άγχους, της ανηδονίας, δηλαδή της δυσκολίας να βρούμε ευχαρίστηση στην κάθε στιγμή. Αυτό νομίζω τον φέρνει και πολύ κοντά μας και μας τον κάνει συμπαθή ενώ ταυτόχρονα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τον κάνουν αντιπαθή. Και αυτό έχει να κάνει πολύ με τον έξυπνο χειρισμό του συγγραφέα. Σε παίρνει από το χέρι και σε ταξιδεύει μαζί του. Δε στέκεσαι απέναντι του, πότε τον βλέπεις με τρυφερότητα, πότε γελάς μαζί του και στο τέλος σίγουρα συμπάσχεις.

 

❖Αν δεν κάνω λάθος, ο Φλοράν αυτοκτονεί στο τέλος. Με ποιο τρόπο προσεγγίσατε αυτή την κατάληξη;

Το τέλος στο μυθιστόρημα είναι ανοιχτό. Αφήνεται να εννοηθεί ότι ο ήρωας επιλέγει να πάρει τον δρόμο της αυτοκτονίας. Εγκαταλείπει τον εαυτό του στην ασθένειά του μέχρι να καταλήξει, μην προβάλλοντας αντίσταση σε αυτό που τον καταβάλλει. Ταυτόχρονα όμως στη Σεροτονίνη ο Ουελμπέκ μιλάει ακριβώς για το αντίθετο, για την ανάγκη μας για επαφή, για την ανάγκη μας για αγάπη, για την ανάγκη μας για γέλιο και χαρά, για την ανάγκη μας για τρυφερότητα, για την ανάγκη μας να είμαστε ζωντανοί με κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας και να αισθανόμαστε.

❖Σε μια εποχή που σε μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού συνταγογραφείται αντικαταθλιπτικά ποια είναι η επίδραση μιας παράστασης όπως η Σεροτονίνη;

Ήταν ένα πραγματικό ξάφνιασμα η τόσο άμεση ανταπόκριση των θεατών στην παράσταση. Μάλιστα πέρυσι ξεκινήσαμε σε μια πολύ μεγάλη κορύφωση της πανδημίας και δεν ξέραμε πραγματικά ποια θα ήταν η υποδοχή της παράστασης. Το εκπληκτικό ήταν από την πρώτη κιόλας μέρα ότι το θέατρο ήταν πάντα γεμάτο και πέραν της ποσότητας των θεατών ήτανε αμέσως αντιληπτό, ήταν μια κοινή αίσθηση ότι το ίδιο το θέμα αφορούσε τους θεατές στο τώρα τους.  Αισθανόμαστε, και γι’ αυτό είχαμε και την ανάγκη να την επαναλάβουμε, ότι η παράσταση, το κείμενο και αυτό που τελικά ανταλλάσσουμε εμείς οι ηθοποιοί την ώρα της παράστασης με το κοινό ήταν κάτι ζωντανό, που τους αφορούσε και τους έδινε μια ώθηση για να μπορέσουν να συνεχίσουν με μια άλλη ματιά την καθημερινότητά τους.

❖Θεωρείτε ότι το συγκεκριμένο έργο μπορεί να προσφέρει μια άλλη οπτική στο ζήτημα των ψυχολογικών προβλημάτων; Μια οπτική εκ των έσω;

Όπως σε όλα τα καλά κείμενα οι συγγραφείς ποτέ δε δίνουν απάντηση και αυτό λέει και το ίδιο το μυθιστόρημα ότι δεν υπάρχει κανένα μαγικό χάπι που μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους και χαρούμενους. Τα πάντα έχουν να κάνουν με το πως εμείς οι ίδιοι χειριζόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, το πως είμαστε με τους ανθρώπους που αγαπάμε, με τους ανθρώπους στη δουλειά μας, το πως είμαστε στην κάθε μέρα μας, στη δυσκολία και στην ευκολία μας. Εκεί βρίσκεται με έναν τρόπο το κλειδί. Αυτό που θα λέγαμε μας υπενθυμίζει, μας κλείνει το μάτι ο Ουελμπέκ είναι ότι το κλειδί για τη λύση (αν υπάρχει) βρίσκεται μάλλον στα χέρια μας.

❖Για ποιους λόγους πιστεύετε ότι η Σεροτονίνη έχει απήχηση στο κοινό; Τι την κάνει να ξεχωρίζει;

Τα κείμενα του Ουελμπέκ έχουν χαρακτηριστεί προφητικά. Πράγματι κατορθώνει ο λόγος του να βρίσκεται στο τώρα και ταυτόχρονα σε κάνει να βλέπεις και δύο βήματα μπροστά. Νομίζουμε έχει βρει τον τρόπο ο λόγος του, και έχει βρει και η παράσταση τον τρόπο, να δημιουργεί μια πραγματική επικοινωνία με τους ανθρώπους που βρίσκονται στην αίθουσα εκείνη τη στιγμή. Συμβαίνει κάτι που δονεί το ίδιο έντονα το γέλιο και το κλάμα. Πιστεύουμε ότι αυτή η ισχυρή δόνηση είναι το σημείο που ακουμπά πολύ τους θεατές.

 

❖Το κοινό σας με ποια συναισθήματα θα θέλατε να φεύγει μετά την παράσταση;

Ποτέ δεν θέλουμε να αποφασίσουμε για το κοινό πως θα αισθανθεί φεύγοντας από την παράσταση. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε εμείς είναι να του δώσουμε ένα ερέθισμα ισχυρό έτσι ώστε να μπορέσει πραγματικά να αισθανθεί κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, γιατί πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα σημείο που απασχολεί όλους μας σήμερα, το αν καταλαβαίνουμε πως αισθανόμαστε, αν αισθανόμαστε πραγματικά, αν πραγματικά αφήνουμε τις αισθήσεις μας ανοιχτές μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους γύρω μας και στην ίδια τη φύση που μας περιβάλλει και ζούμε μέσα της.

❖Ποιες ανησυχίες και προβληματισμούς;

Το μυθιστόρημα καταφέρνει να μιλήσει για όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα, για όλα αυτά που βλέπουμε στις ειδήσεις, για όλα αυτά που μας ανησυχούν και μας αγχώνουν, είτε επιλέγουμε να τα βλέπουμε είτε όχι, δηλαδή για τη σχέση μας με το περιβάλλον, για τη σχέση μας με το οικοσύστημα, για τη σχέση μας με τους συνανθρώπους μας, με τους συμπολίτες μας, εντέλει με τον ίδιο μας τον εαυτό. Και νομίζω το βασικό είναι ότι λειτουργεί ως ξυπνητήρι, ως ένας εσωτερικός συναγερμός που μας βάζει στη διαδικασία να σκεφτούμε και να αισθανθούμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Ή τουλάχιστον αυτό θα θέλαμε. Γιατί για ποιον άλλο λόγο να έρθει κανείς σήμερα στο θέατρο διαφορετικά;

Ευχαριστούμε θερμά τον Δημήτρη Αγαρτζίδη και τη Δέσποινα Αναστάσογλου για την παραχώρηση της συνέντευξης!

Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση εδώ

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.