Ο Αντώνης Μποσκοΐτης μιλάει για «Το ταγκαλάκι» στο deBόp

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης μιλάει για «Το ταγκαλάκι» στο deBόp

O Αντώνης Μποσκοΐτης έχει αρκετά χρόνια στο τιμόνι της δημοσιογραφίας, κυρίως λόγω της αγάπης του να παίρνει συνεντεύξεις από διακεκριμένους (και όχι μόνο) ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Πέραν αυτών, έχει σπουδάσει σκηνοθεσία, έχει δημιουργήσει μια μικρή αλλά σημαντική φιλμογραφία από ντοκιμαντέρ ενώ τώρα είναι η δεύτερη θεατρική του απόπειρα με ένα είδος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ντοκου - ντράμα, δηλαδή μια θεατρική προσέγγιση σε ένα αρχειακό υλικό που αφορά ένα διάσημο πρόσωπο. Στην προκειμένη, πρόκειται για την παράσταση "το Ταγκαλάκι", μια μυθοπλαστική προσομοίωση της πραγματικής συζήτησης που είχε ο ίδιος με τον μεγάλο ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο και βρίσκεται στο βιβλίο του "18 συνεντεύξεις σαν μονόπρακτα" που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Η παράσταση παίζεται κάθε Σαββατοκύριακο στο θέατρο Arroyo μέχρι την 1η Δεκεμβρίου και ενδέχεται να ανακοινωθεί επιπλέον αριθμός παραστάσεων. Συναντηθήκαμε στο αγαπημένο cafe - bar Ιπποπόταμος και μιλήσαμε με αφορμή την παράσταση και τον ποιητή: 

Είπες πρόσφατα σε μια συνέντευξη ότι αποφάσισες να κάνεις θεατρικό τη συνάντησή σου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, επειδή η συζήτηση είχε από μόνη της τέτοια ροή. Είναι αρκετό αυτό, δεδομένου ότι έχεις γνωρίσει τόσους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών;

Ναι, είχε ροή και ήταν μεγάλη σε διάρκεια. Το γεγονός ότι η κουβέντα είχε ροή, που έχει σημασία στο να βγει «καλή» μια συνέντευξη, με βοήθησε να γράψω πολλά μέρη του θεατρικού. Με βοήθησε ακόμη η δομή της συζήτησης ώστε να γίνει θεατρικό. Φυσικά, δεν θέλησα ποτέ να θεατροποιήσω όλη τη συνέντευξη γιατί θα έβγαινε 10.000 λέξεις και θα ήταν απαγορευτική συνθήκη για τα 70 λεπτά μιας επιθυμητής θεατρικής διάρκειας. Σίγουρα, με βοήθησαν πολύ τα ταξίδια μου στη Θεσσαλονίκη, όπου μάθαινα από τους ανθρώπους του διάφορες ιστορίες, κυρίως ανεκδοτολογικές, όπως αυτή με τον Αγγελάκα που έχουμε μέσα και μου την αφηγήθηκε ο Θωμάς Κοροβίνης ή μία άλλη φορά που διόρθωσε κάποιους στίχους της τραγουδίστριας Βούλας Σαββίδη.

Τι πιστεύεις ότι θα σου έλεγε αν ζούσε;

Δεν μπορώ να το ξέρω γιατί ήταν απρόβλεπτος άνθρωπος. Πάντως επειδή κράτησα μια άρτια σχέση μαζί του, εξ αποστάσεως, μέχρι που κατέπεσε στην υγεία του, ενδεχομένως να του άρεσε. Όμως επειδή ήταν και ο Χριστιανόπουλος, μπορεί και να με άρχιζε να τα μπινελίκια! Όλα μες στο πρόγραμμα θα ήταν (γέλια).

Μέχρι πότε κρατήσατε επαφή;

Η συνέντευξη έγινε τον Μάρτιο του ’13 και μιλούσαμε τηλεφωνικά μέχρι τις αρχές του ‘14, μέχρι που έμαθα ότι η υγεία του χειροτέρευσε. Συνήθως με έπαιρνε εκείνος μια φορά στις 15 ημέρες στο σταθερό του τότε σπιτιού μου στο Παγκράτι. Το ’20 έφυγε δυστυχώς από τη ζωή! Είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά από την άνοια…Θυμάμαι πόσο είχα θυμώσει με μια άθλια υποτιθέμενη συνέντευξη ενός τύπου από την Κύπρο που πήγε στο σπίτι του και κατέγραψε την πνευματική του κατάπτωση!

Υπάρχει κόσμος που του ξένιζε η συμπεριφορά του.

Υπάρχουν κριτικοί θεάτρου, ακόμα και φίλοι, που δεν έρχονται συνειδητά να δουν την παράσταση, διότι δε θέλουν να έρθουν αντιμέτωποι με αυτήν τη συμπεριφορά του. Είναι τρομερό!

Εμένα πάντως μου φαινόταν περισσότερο ωμός παρά αγενής.

Κοίτα, πολλοί δεν του συγχώρεσαν ότι πετούσε κακίες. Συν του ότι κάποιοι είχαν σχέση με ανθρώπους, με τους οποίους εκείνος είχε αντιπαλότητα, όπως ο Ιωάννου, ο Βασιλικός… Δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό και αυτό αυτομάτως τον έκανε αντιπαθή σε μια ολόκληρη μερίδα του συναφιού του. Ενοχλούσαν οι απόψεις του, αλλά ο ίδιος το καλλιεργούσε αυτό, του άρεσε, νομίζω.

Πάντως μου φαινόταν ταυτόχρονα ευαίσθητος και χαριτωμένος.

Συμφωνώ απόλυτα γιατί και εγώ αυτό εισέπραξα από τον ίδιο. Είχε απέραντη ευαισθησία που φαίνεται από τα γραπτά του. Τον θεωρούσα και εγώ χαριτωμένο από κάποιες κινήσεις όπως όταν έβριζε την Παπαγιαννοπούλου, μετά ζητούσε συγγνώμη δημοσίως από τον εγγονό της που ήταν λογικό να ενοχληθεί και λίγο μετά την ξανάβριζε!

Εσένα ποια είναι η σχέση σου με την ποίησή του;

Στην εφηβεία και τα πρώτα νεανικά χρόνια, προτιμούσα τους καταραμένους ποιητές. Ξέρεις, τα κλασικά… Ξεκίνησα από την μπιτ ποίηση, μετά διάβασα κάποιους ποιητές που ήταν μικρότερης εμβέλειας, αργότερα μου άρεσε πολύ ο Νάνος Βαλαωρίτης που ήταν σουρεαλιστής… Αυτοί δεν είχαν σχέση με την ποίηση του Χριστιανόπουλου. Στον Χριστιανόπουλου έπαιξε μεγάλο ρόλο το ελληνικό έντεχνο τραγούδι, όπως έγινε με τον Μικρούτσικο και τον Καββαδία ή με τον Θεοδωράκη και τον Ελύτη.

Εσένα οι επιρροές σου ήταν αυτές που ανέφερες πριν;

Εγώ μωρέ νομίζω πως οι επιρροές δε σταματούν και συσχετίζονται με τους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι. Όμως σαφέστατα όταν είσαι 18 και 19 χρονών, υπάρχουν πράγματα που σε καθορίζουν. Εγώ πρόλαβα λίγο και τον απόηχο των Εξαρχείων! Βγαίναμε παρέες τότε με τους Magic De Spell, με δασκάλους από τη σχολή κινηματογράφου, μου έλαχε να γνωρίσω μία και μοναδική φορά την Κατερίνα Γώγου…

Έχεις παρατηρήσει κοινά ανάμεσα στους μεγάλους καλλιτέχνες που έχεις συναναστραφεί;

Αυτό έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του καθενός. Μπορεί να γνωρίσεις τεράστιους, εγνωσμένου κύρους, καλλιτέχνες που έχουν απλότητα και μπορεί να γνωρίσεις και κάποιους, όχι με τόσο σημαντικό έργο, που νομίζουν ότι έχουν κατακτήσει το κουραδόκαστρο, που έλεγε και η Αρλέτα! Έχω καταλάβει ότι καλό είναι ο καλλιτέχνης να είναι απλός. Το 2017 μπήκα στο σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη και η συζήτηση μαζί του ήταν ποταμός, σαν να μιλάς με έναν καθημερινό άνθρωπο που αποζητούσε την επικοινωνία επί ίσοις όροις!

 

Μήπως κατακτιέται με τα χρόνια αυτό;

Καλή ερώτηση αλλά δεν ξέρω! Νομίζω ότι ο καθένας κουβαλάει τον χαρακτήρα του ασχέτως με την καριέρα του.

Γιατί πιστεύεις ότι ο Χριστιανόπουλος δεν άφησε ποτέ τη Θεσσαλονίκη;

Θα βασιστώ σε ό, τι ήξερα από τον ίδιο. Είχε ακολουθήσει κάπως το δόγμα του Παπαδιαμάντη και του Παλαμά, ότι ήταν οπαδός της ασάλευτης ζωής και ήταν αρχή του αυτό. Γενικά ήταν άνθρωπος των δικών του αρχών, τις οποίες τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μία από αυτές ήταν να μην ξεκουνιέται από το σπίτι του. Με το ζόρι ερχόταν στην Αθήνα. Μου έλεγε να φανταστείς η Τσαλιγοπούλου, που ήρθε στην παράσταση τις προάλλες, ότι όταν την κατέβασε ο Σαββόπουλος στην Αθήνα, ο Χριστιανόπουλος τη στόλισε με μπινελίκια! Έχουν πλάκα αυτά.

Μπορείς να μου πεις λίγα λόγια για τη συνθετική του ιδιότητα;

Ήταν αυτοδίδακτος και έγραφε μουσική από πολύ μικρός. Ξέρουμε ότι ήταν ο πρώτος μελοποιός του Νίκου Καββαδία. Είχε πει ότι σε ηλικία 15 ετών είχε μελοποιήσει τρία ποιήματα του Καββαδία σε ελαφρο - λαϊκό στυλ, τα οποία τα παραπέταξε αργότερα. Έχει αφήσει πάντως κάποια τραγούδια που έχουν ηχογραφηθεί ουκ ολίγες φορές με τον Παναγιώτη Καραδημήτρη, τον Δημήτρη Νικολούδη, τον Μανώλη Μητσιά… Έχει βγει και ένας δίσκος με τον Γιάννη «Bach» Σπυρόπουλο να διασκευάζει τα κομμάτια του για πιάνο με τη φωνή της Αριάδνης. Αυτός ο δίσκος μου θυμίζει πολύ τη «Φλέρυ Νταντωνάκη στα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι» και το θεωρώ λογικό, μια και ο «Bach» υπήρξε στενός συνεργάτης της Φλέρυς.

Σήμερα υπάρχουν ποιητές;

Υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντες ποιητές και σήμερα. Μπορώ να σου αναφέρω τον Σιφιλτζόγλου, τον Πέτρου, τον Οικονόμου από τη Θεσσαλονίκη, που πέθανε σχετικά πρόσφατα, όπως και τον Γιώργο Γκανέλη. Οι δύο τελευταίοι πάντα μου έστελναν τα ποιήματα τους, είτε χειρόγραφα, είτε σε βιβλία, μια κίνηση που με συγκινεί πολύ, καθώς το ίδιο έκανε και ο αείμνηστος Λευτέρης Ξανθόπουλος με τα ποιήματα που πρώτα πήγαιναν στους φίλους του. Απλά παλιά υπήρχαν ποιητές που μελοποιήθηκαν και άνθρωποι στη δισκογραφία τους έφερναν στα σπίτια του κόσμου με μεγαλύτερη έκταση. Αυτό δεν είναι εύκολο σήμερα που ο καθένας γράφει από το σπίτι του. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχει ποιητική παραγωγή. Υπάρχει, ας πούμε, ο Σπύρος Γούλας, ένα νέο παιδί που ξεχώρισε με το πρώτο του βιβλίο και βραβεύτηκε. Και να μη βραβευόταν – δεν με αφορά καθόλου αυτό – πάλι καλή θα ήταν η ποίηση του. Η απαισιοδοξία που γεννάει το ερώτημα σου περισσότερο έχει να κάνει με τη διάδοση της τέχνης, ειδικά της οποιασδήποτε ανεξάρτητης αυτοδιαχειριζόμενης μορφής τέχνης.

Έρχονται νέα παιδιά στην παράσταση;

Πολλά και μας χαροποιεί πολύ αυτό! Τις προάλλες ήρθε ο συνθέτης Νίκος Ζούδιαρης και έφερε 11 μαθητές του από το Μικρό Πολυτεχνείο της Αθήνας, παιδιά μεταξύ 20 – 25 ετών. Έρχονται στην παράσταση και μετά μας λένε ότι θα αγοράσουν τα βιβλία του Χριστιανόπουλου. Τι πιο όμορφο;

Γιατί πιστεύεις ότι έχει τέτοια επιτυχία η παράσταση;

Με τον Χάρη Φλέουρα που ενσαρκώνει τον Χριστιανόπουλο, αναρωτιόμασταν τι συμβαίνει! Από τη μία, έχουμε έναν πολύ καλό ηθοποιό, έναν εργάτη του θεάτρου που δουλεύει τουλάχιστον μια 20ετία και κάποιοι τον είχαν κατατάξει στο «κουλτουριάρικο» κομμάτι και όχι στο «εμπορικό», ξέρεις, αυτό που μοιραία οδηγεί τους ηθοποιούς στα τηλεοπτικά σήριαλ ή στις θεατρικές υπερπαραγωγές. Από την άλλη, εγώ είμαι αυτός που είμαι και επίσης τοποθετούμαι σε ανάλογη κατηγορία με τον Φλέουρα στον χώρο της συγγραφής – δημοσιογραφίας. «Μπλέξαμε» με επιφύλαξη και αυτό το πράγμα έγινε τελικά και «εμπορικό». Πιστεύω ότι η επιτυχία οφείλεται στη χημεία μας και τις πρότερες πορείες μας. Μέσα σε λίγες εβδομάδες άρχισε γίνεται το αδιαχώρητο στο θέατρο.

Θα πάτε στην επαρχία;

Έχουμε κλείσει κάποιες παραστάσεις στην Κρήτη για τον Απρίλιο του ’25, όπως και σε άλλα μέρη. Ήδη υπάρχει μια πρόταση να παίξουμε και στο εξωτερικό. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από την υπέροχη ομάδα της παραγωγής μας! Έχουμε ηρεμήσει και έχουμε αφήσει με τον Χάρη τα πράγματα στα χέρια του «Τεχνότροπον – Artway» και του επιτελείου μας.

Χαίρεσαι που έχεις πάλι επαφή με τη σκηνοθεσία;

Έχω ξαναπεί ότι στράφηκα στο θέατρο γιατί δεν μπορώ να κάνω πλέον ντοκιμαντέρ. Είναι η δεύτερη θεατρική απόπειρα, γιατί έχει προηγηθεί μια παρόμοια που θεατροποίησα τη συνέντευξή μου με την Εύα Κουμαριανού και απέκτησε cult χαρακτήρα μέσα στα χρόνια. Την επιτυχία με τον Χριστιανόπουλο δεν την περιμέναμε, οπότε πιστεύω ότι τώρα μπορώ να συνεχίσω αυτήν τη σχέση μου με το θέατρο. Πάντως, εμένα μ’ ενδιαφέρει να παίζονται τα κείμενα μου και να ερμηνεύονται από ηθοποιούς. Δεν έχω καμία πρεμούρα να βγω στα 50 μου ως σκηνοθέτης θεάτρου που είναι και κάτι εντελώς άλλο από τη σκηνοθεσία στον κινηματογράφο ή στα ντοκιμαντέρ, όπου εκεί θα έλεγα ότι έχω μεγάλη εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο που τώρα για τις παραστάσεις στο «Arroyo» θέλησα να μπει και το όνομα του Φλέουρα στη συνσκηνοθεσία.

Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλά βιογραφικά έργα (βιβλία, ταινίες, παραστάσεις).

Πάρα πολλά! Έτυχε να δω πρόσφατα την εξαιρετική παράσταση – αφιέρωμα στη Σωτηρία Μπέλλου με τη Χριστίνα Μαξούρη, ενώ αυτές τις μέρες κάνει πρεμιέρα και η παράσταση για τη Στέλλα Χασκήλ με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη. Επίσης, το περασμένο καλοκαίρι είδα μια πολύ καλή παράσταση του Δημήτρη Καραντζιά για τη Μαρίκα Νίνου, την οποία υποδύθηκε η Λένα Ουζουνίδου. Το κείμενο του Καραντζιά ήταν ένα αριστούργημα! Αυτό είναι σημαντικό για τους πιο νέους θεατρόφιλους, αφού σε λίγα χρόνια όλα αυτά τα μυθικά πρόσωπα θα φαίνονται... προϊστορικά. Με αυτήν τη λογική έγινε και η δική μας παράσταση για τον Χριστιανόπουλο.

Πες μου λίγα λόγια για τους συνεργάτες σου.

Αν ανατρέξει κάποιος στα ντοκιμαντέρ μου, από το πρώτο για τη Νταντωνάκη μέχρι το τελευταίο για τη Γώγου, θα διαπιστώσει ότι είχα τους ίδιους συνεργάτες. Είχα έναν μόνιμο διευθυντή φωτογραφίας, τον ακαδημαϊκό και οπερατέρ Δημήτρη Θεοδωρόπουλο, τον ιστορικό ηχολήπτη Μαρίνο Αθανασόπουλο, την Εύη Ζαφειροπούλου στο μαγικιάζ, τη Μιράντα Θεοδωρίδου στα κουστούμια… Αυτή η χημεία βλέπω ότι λειτουργεί και στο θέατρο. Φτιάχτηκε μια γερή ομάδα στο πλαίσιο παρέας που δεν είχε καμία προοπτική εμπορικότητας. Μου ήρθε ένα βράδυ και είπα «Χάρη, ήρθε η ώρα να κάνουμε τον Χριστιανόπουλο. Εσύ θα τον υποδυθείς». Του έδωσα το ηχητικό αρχείο της συνέντευξης, του αφηγήθηκα πολλές ιστορίες. Άρχισε να τα μελετάει όλα αυτά, είδαμε στη συνέχεια πολλές τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ποιητή κλπ. Στην πορεία μπήκαν στην παρέα ο Γιώργης Χριστοδούλου που συνέθεσε τη μουσική και το τραγούδι της παράστασης, ο αγαπημένος συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης που μας χάρισε τους στίχους του και ο Παντελής Θεοχαρίδης που μας έδωσε όλο το «άρωμα Θεσσαλονίκης» με τη φωνή του. Στην αρχή την παραγωγή είχε αναλάβει η ομάδα «Τεχνών Δράσις» από τη Θεσσαλονίκη αλλά η συνεργασία μας έληξε, όπως γίνεται συχνά στις συνεργασίες, και πλέον συνεχίζουμε με το «Τεχνότροπον-Artway» που σου είπα πριν. Επαναλαμβάνω ότι είμαστε πολύ ικανοποιημένοι με το καθεστώς του καινούργιου γραφείου παραγωγής.

Έχεις πει ότι όταν πηγαίνεις στη Θεσσαλονίκη, την έχεις στον νου σου σαν την πόλη του Χριστιανόπουλου.

Ειλικρινά είναι μια πόλη που αγαπώ πολύ! Τώρα έχω κανά εξάμηνο να ανέβω και μου έχει λείψει. Μου έχει λείψει να πιω έναν καφέ στη «Ζώγια» του φίλου μου, Νίκου Κέκια, και να χαθώ με τις ώρες στα παρακείμενα δισκάδικα. Ψάχνω ευκαιρία να ανέβω αλλά λόγω των παραστάσεων δεν το έχω καταφέρει ακόμη. Έχει έναν ευρωπαϊκό αέρα αυτή η πόλη. Η πλατεία Αριστοτέλους μου θυμίζει τη Βαρκελώνη. Έχει μια άπλα στους δρόμους της και μου αρέσουν οι άνθρωποί της. Δεν εννοώ τους πάντες, γιατί κατά βάση είναι μια συντηρητική και βυζαντινοκρατούμενη πόλη, αλλά τουλάχιστον οι δικοί μου άνθρωποι από κει είναι πολύ ξεχωριστοί! Ο Θωμάς Κοροβίνης, η Βούλα Σαββίδη, ακόμη και ο συχωρεμένος Γιάννης Μπουτάρης που χαιρόμουν να τον συναντώ και να τα λέμε… Και όπως μου είχε πει χαρακτηριστικά η Θεσσαλονικιά φίλη και συνάδελφός Μαριάνθη Πελεβάνη: «Μη νομίζεις πως οι Θεσσαλονικείς είναι σαν τους διανοούμενους που εσύ κάνεις παρέα. Δεν είναι αυτοί ο μέσος όρος των Θεσσαλονικιών»! Δυστυχώς… Τέλος πάντων, έχω την αίσθηση ότι η σκιά του Χριστιανόπουλου αιωρείται και θα αιωρείται πάνω απ’ αυτή την πόλη - κούκλα.

Γιατί ο κόσμος αγαπάει την ποίησή του Χριστιανόπουλου;

Γιατί θεωρείται πολύ ευαίσθητη και όχι μάλιστα μόνο από το ΛΟΑΤΚΙ κοινό – μην ξεχνάμε πως ήταν ένας open gay ποιητής από τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Είναι έξυπνη η ποίηση του χωρίς να έχει εξυπνακισμούς, κάτι που μισούσε ο ίδιος. Ακόμα και τα πεζά του, οι μεταφράσεις του, τα τραγούδια του, η αφοσίωση του στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, έχουν ως δραστηριότητες πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Όσο περισσότερο τον μελετώ, τόσο κατασταλάζω ότι ήταν όντως μια πολύ σπουδαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων.  

Μέχρι πότε θα πάει η παράσταση;

Επίσημα θα πάμε μέχρι 1 Δεκεμβρίου αλλά αν συνεχίσουμε να τα πηγαίνουμε τόσο καλά από προσέλευση κόσμου, λογικά θα παίξουμε και μέχρι τις γιορτές. Όταν κάτι πηγαίνει καλά, το συνεχίζεις. Νομίζω ότι δεν συμφέρει κανέναν μας να σταματήσει η παράσταση.

Ετοιμάζεις κάτι άλλο;

Ετοιμάζω ξανά κάτι ανάλογο. Μιλάω με μια πολύ σπουδαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια που θα παίξει. Με αφορμή αυτό το πρόσωπο, θα ξετυλιχτεί ο βίος μίας μεγάλης προσωπικότητας που προέρχεται από το εξωτερικό. Έχω παραδώσει στην ερμηνεύτρια το κείμενο και έχει δηλώσει ενθουσιασμένη! Αυτήν τη στιγμή είμαστε στη φάση να κάνουμε ραντεβού με την παραγωγή μας και να προχωρήσουμε στην ανακοίνωση ώστε να αρχίσουμε πρόβες τον Δεκέμβριο και να κάνουμε πρεμιέρα τον Μάρτιο. Δεν μπορών να αποκαλύψω άλλες λεπτομέρειες για την ώρα!

Από ποιον άλλον θέλεις να πάρεις συνέντευξη; Έχεις μιλήσει για την Joan Baez.

Αυτό θα ήταν όνειρο ζωής, αν και σχεδόν ακατόρθωτο! Βέβαια, η ζωή με εκπλήσσει συνέχεια. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα γνώριζα τον θεατρικό συγγραφέα Martin Sherman και θα τα λέγαμε κάθε φορά που επισκέπτεται τη χώρα μας ή κάθε φορά που πηγαίνω εγώ στο Λονδίνο. Τα αφήνω στην τύχη τους τα πράγματα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κυνηγούν υπερβολικά τους στόχους τους κι αυτό μάλλον οδηγεί στο να τους πετυχαίνεις τελικά.

Γιατί πιστεύεις ότι αξίζει κανείς να δεις την παράσταση;

Γιατί το docu-drama είναι μια διαφορετική θεατρική προσέγγιση που μπορώ να λέω ότι είναι και μια δική μου πατέντα στα θεατρικά δρώμενα με τον θεατή να παρακολουθεί μια «ζωντανή» συνέντευξη. Πιστεύω ότι είναι μια καλοσκηνοθετημένη παράσταση, βασισμένη – πέραν του κειμένου – στη μεγάλη θεατρική εμπειρία του Φλέουρα. Είναι και λίγο σχολείο για μένα να παίζω δίπλα του. Επίσης, από τη στιγμή που η παράσταση είναι ένα ντοκιμαντέρ επί της ουσίας για τη ζωή του ποιητή, εξ ου και ο όρος docu-drama, πιστεύω ότι όποιος έρχεται και τη βλέπει, φεύγει με  μια πλήρη εικόνα για το συνεντευξιαζόμενο – βιογραφούμενο πρόσωπο. Τις προάλλες είχε έρθει η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία είναι αρκετά αυστηρή στην κρίση της – και καλά κάνει – και μας εξομολογήθηκε χαμογελώντας πόσο κοντά ήταν αυτό που κάναμε με τον Χριστιανόπουλο που γνώριζε, αγαπούσε και θυμόταν! Δεν θέλουμε κάτι άλλο. Το χαμόγελο που φωτίζει τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων αμέσως μετά το τέλος κάθε παράστασης είναι για εμάς η μεγαλύτερη επιβράβευση του κόπου μας.

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.