Η Τατιάνα Άννα Πίττα μας βάζει στο σύμπαν του «Μακμπέθ»!

Η Τατιάνα Άννα Πίττα μας βάζει στο σύμπαν του «Μακμπέθ»!

Η Τατιάνα Άννα Πίττα πρωταγωνιστεί στον «Μακμπέθ», που ανεβαίνει από 8 Οκτωβρίου στο θέατρο Rabbithole. Η ομάδα Νοσταλγία επιλέγει το σαιξπηρικό αριστούργημα και την εμπνευσμένη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη για να φωτίσει θεμελιώδη, ανά τους αιώνες, θέματα της ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας.

Η Τατιάνα Άννα Πίττα μιλάει για όλα στο debop.gr. Απολαύστε την!

Πείτε μας κάποια στοιχεία για το ρόλο σας.

Με ένα φίλο, που πρόσφατα δοκιμάζει κι αυτός Μακμπέθ, κουβεντιάζαμε για την αμηχανία της στιγμής, όταν σου τεθεί αυτή η ερώτηση. Καταλήγει πάντως ευχάριστη η πρόκληση να απαντήσεις. Όπως και να 'χει, ίσως θα φανεί σα να αποπειρώμαι να εξωραΐσω την κατάσταση, δεν είναι καθόλου πάντως αυτή η πρόθεσή μου, να φέρω ελαφρυντικά.

Σκέφτομαι να αποδώσω τα αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράττονται, σε μια ερωτική σύνδεση και παραφορά - πέραν βέβαια από το προφανές, σε μια αλόγιστη ροπή προς την εξουσία. Θεωρώ λοιπόν ότι εν μέρει ναι, ο τρόπος που σκέφτεται και κινείται η λαίδη, σχετίζεται με την έννοια του ζεύγους, όπως την αντιλαμβάνεται αυτή, τι σημαίνει ζεύγος για την ίδια. Εκκινεί δηλαδή και από τη σεξουαλική ορμή, όπως επίσης τον κοινό στόχο, τον  κοινό σχεδιασμό, το κοινό ζην επικινδύνως. Όπως επίσης, της είναι πολύ ζωτικό ο σύντροφός της να υπερισχύει, να είναι το εξέχον “αρσενικό” που τολμάει να κατευθύνει τις αριβιστικές του τάσεις προς όφελος του και, το κυριότερο, απενοχοποιημένα. Η λαίδη επικαλείται δυνάμεις έξω από την ίδια αλλά νοιώθω ότι μάλλον προσπαθεί να επιστρατεύσει τα προσωπικά της αποθέματα, να εξερευνήσει τις προσωπικές της δυνατότητες. Εύχεται να μπορούσε να απεκδυθεί το φύλο της, όχι όμως για να μετουσιωθεί σε αρσενικό αλλά μάλλον σε κάτι άφυλο.

Πιστεύω ότι στο τέλος της μέρας θα προτιμούσε να μην έχει εξαρτηθεί τόσο από την έλξη που νοιώθει για τον Μακμπέθ, ενδεχομένως γιατί αντιλαμβάνεται ότι αυτή η έξαψη κατέληξε η αχίλλειος πτέρνα τους, ενδεχόμενως αλλοίωσε την εναρκτήρια πρόθεσή τους, τους ξόδεψε ενέργεια, τους μέθυσε,  τους οδήγησε σε ένα αφελές, επιπόλαιο σχέδιο που μπάζει από κατασκευής και μοιραία, σε συνδυασμό με τον ξεκάθαρο τρόμο του Μακμπέθ, στην αποτυχία και τη συντριβή. Κάτι άλλο που θεωρώ άξιο αναφοράς είναι ότι η λαίδη αναφέρεται σε δύο σημαίνουσες για την πρότερη ζωή της συγγένειες, αυτή με το μωρό της και αυτή με τον πατέρα της. Πρόκειται για δύο μεμονωμένες αναφορές που δεν επαληθεύονται σε δεύτερο χρόνο μες στο έργο, αλλά κάτι υποδεικνύουν για τον τρόπο που συνδέεται με τους οικείους της.

Εγώ εδώ διαβάζω έναν κάπως ιδιότυπα, αιρετικά εκφρασμένο σεβασμό. Όπως και το κατά πόσο

 

αποποιείται τη μητρότητα είναι κάτι σχετικό. Ναι μεν δηλώνει ότι θα σκότωνε βίαια το μωρό της, αν το είχε ορκιστεί ότι έτσι πρέπει να γίνει, αλλά με την παράθεση της εικόνας που χρησιμοποιεί, αυτής του θηλασμού, μας αποκαλύπτεται ότι έχει βιώσει τη συγκεκριμένη διαδικασία ως υπέρτατη εμπειρία και τη δύναμη αυτής της εικόνας βγάζει από το οπλοστάσιό της ως τρανταχτό επιχείρημα για να μεταπείσει τον Μακμπέθ. Επίσης, είναι μεν ένα αποτελεσματικό ρητορικό σχήμα που χρησιμοποιεί για να τον προβοκάρει, όμως παράλληλα πιστεύω ότι αιφνιδιάζεται και η ίδια από την ένταση της επιθυμίας της, την αιχμηρότητα, τη στοχοπροσήλωσή της, το τι διόλου ευκαταφρόνητο όριο θα ήταν ικανή να υπερβεί. Αισθάνεται τέτοια οικειότητα με το σύντροφό της ώστε να μην κρατήσει προσχήματα ορθότητας κι εκφράζεται όπως εκφράζεται γνωρίζοντας ότι μπορεί να ακουστεί και αποκρουστική. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά η λαίδη από τη μια συντηρεί τα πατριαρχικά στερεότυπα περί ανδρικής υπεροχής, όταν επίμονα υπενθυμίζει στον Μακμπέθ την ανδρική του ταυτότητα και την εργαλειοποιεί υποδεικνύοντάς την ως εχέγγυο αποτελεσματικότητας, από την άλλη καταρρίπτει αυτά τα ίδια τα στερεότυπα και όχι επειδή γίνεται η ίδια άνδρας - δε γίνεται άνδρας κι ούτε την αφορά νομίζω - αλλά επειδή διεκδικεί το φυσικό της δικαίωμα σε αυτενέργεια, αμεσότητα, οξύτητα, ωμότητα, χαρακτηριστικά που στερεοτυπικά πιστώνονται σε άνδρες. Ή σε μάγισσες :)

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ενοχής, δεν είμαι πεπεισμένη ότι η λαίδη νοιώθει ουσιαστική ενοχή για το έγκλημα, όπως απ' ο,τι φαίνεται, συμβαίνει με τον Μακμπέθ. Την πληγώνει η ματαιότητα του εγχειρήματος, ότι απώλεσαν, ως ζευγάρι πάλι, την κοινή τους πραγματικότητα, τον κοινό σχεδιασμό πλοήγησης. Πηγαίναν για το καλύτερο, για την αναβάθμιση, αλλά ξέμειναν σε επισφάλεια, αμηχανία, ανησυχία, ανεπάρκεια, απομόνωση, στιγματισμό, θλίψη, κλάμα, κενό, τρόμο, αϋπνία, εφιάλτη, ενοχή, βίαιο τέλος ζωής. Υπακούοντας σε νόμους της αδράνειας, η λαίδη συνεχίζει να συμμετέχει και να ακολουθεί το σύντροφό της, αλλά αναγνωρίζει στον εαυτό της ότι όλο αυτό έγινε για το τίποτα, ένα δώρο άδωρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο «Μακμπέθ» είναι ένα σκοτεινό παραμύθι για ενήλικες;

Έχει τη δομή, τη γραμμικότητα, τις ποιότητες που χαρακτηρίζουν ένα παραμύθι. Η επικράτηση του καλού στο κακό, η εμφάνιση οραμάτων στον κεντρικό ήρωα, αυτή η αποσβολωτική επιφάνεια και το μεταφυσικό στοιχείο. Η ερωτική ιστορία ίσως αναδύεται με έναν τρόπο κάπως ανορθόδοξο για να τον πεις παραμυθένιο, με την έννοια ότι προυπάρχει, δε γεννιέται ούτε εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ιστορίας, και είναι η πηγή των δεινών και όχι το τέλος τους, όχι η απάντηση στο πρόβλημα και το αναμενόμενο ευτυχισμένο φινάλε. Επιπλέον η λύση της ιστορίας, οι δύο συγκυρίες που καταβαραθρώνουν τον Μακμπέθ υπακούουν νόμους ρεαλισμού, δεν προκύπτουν μαγικά, παρ' όλο που υπάρχουν όλες οι προδιαγραφές για κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει τελικά κινούμενο δάσος και υπερφυσικός αντίπαλος, το πρώτο αποδίδεται σε ενα στρατηγικό τέχνασμα και το δεύτερο σε έναν εναλλακτικό τρόπο γέννας που υπήρχε ήδη από τότε.

Ο «Μακμπέθ» είναι ένα έργο για τη δίψα του ανθρώπου για εξουσία. Υπάρχουν σήμερα οι «Μακμπέθ» είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο;

Ναι, υπάρχουν και στις δυο περιπτώσεις και οι επιδιώξεις τους στοιχίζουν ανθρώπινες ζωές, όπως και στην εποχή του Μακμπέθ, το απρόσκοπτο και αβασάνιστο κυνήγι για την εξουσία δεν έχει πάψει να εκδηλώνεται με τρόπο διόλου αναίμακτο. Ο τρόπος της κρατικής διαχείρισης της πανδημίας ας πούμε, όπου ιεραρχείται ως ζωτικότερης σημασίας λ.χ. η χρηματοδότηση επιλεγμένων ΜΜΕ και όχι η αναβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας - για την ακρίβεια προάγεται το αντίθετο, η υποβάθμιση και η σταδιακή ιδιωτικοποίησή του. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι στις προηγούμενες δεκαετίες ανέβαιναν παράστασεις Μακμπέθ με σκηνοθετικές αναγωγές στα μεγαλοστελέχη των πολυεθνικών.

Μπορούμε με ανάλογο σκεπτικό να αναφερθούμε και στα golden boys και τους χρηματιστές - που παρεμπιπτόντως δεινοπαθούν κι αυτοί τώρα τελευταία με την έξαρση του ιού και τις επιπτώσεις της στο ήδη σε επίσημη κρίση παγκόσμιο χρηματιστήριο - και στα συστήματα διακυβέρνησης που ακολουθούν κατά γράμμα τα προτάγματα των αγορών, αδιαφορώντας για την κοινωνική πρόνοια και δικαιοσύνη, όπως επίσης και στον οποιοδήποτε μέχρι πρότινος αδύναμο που αφ' ης στιγμής τού δοθεί το βήμα για εξουσία, κατά πάσα πιθανότητα θα την εκμεταλλευτεί για να πατήσει το σβέρκο τού από κάτω. Όπως η περίπτωση των kapos στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήταν οι συγκυριακά προνομιούχοι κρατούμενοι τους οποίους πριμοδοτούσαν τα SS αναθέτοντάς τους να επιβλέπουν την “απελευθερωτική” εργασία των συγκρατούμενών τους και σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν, όπως αυτές του Primo Levi, ήταν πιο σκληροπυρηνικοί και από τους ίδιους τους ναζί.

 

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η εξουσία λειτουργεί τόσο επιδραστικά στον ψυχισμό των ανθρώπων;

Θα ήθελα να πιστέψω ότι λειτουργεί κάποιο εκφυλισμένο ένστικτο - ας πούμε κάτι σαν αυτό της μακροπρόθεσμης αυτοσυντήρησης, αν υπάρχει κάτι τέτοιο - και μας κάνει τόσο ανικανοποίητους. Να εξασφαλίσω ότι δε θα εξαλειφθώ ούτε εγώ ούτε οι απόγονοί μου ούτε το σπάνιο πολύτιμο γονίδιό μου σε βάθος χρόνου τέτοιο που να καλύπτει τις επόμενες 10-20 γενιές μετά από εμένα. ΟΚ, σχήμα υπερβολής. Είναι σα να έχω την ανάγκη να το δικαιολογήσω ως φαινόμενο αποδίδοντάς του φυσικά χαρακτηριστικά. Ότι πρόκειται για κάποιο φυσικό ντοπάρισμα που μας διεγείρει, μας εθίζει, μας αλλάζει. Πάντως καλύτερα να αποφύγουμε τις γενικεύσεις. Υπάρχουν και άνθρωποι στους οποίους η εξουσία δεν έχει τέτοιο αντίκτυπο. Κάτι ανάλογο έλεγε πολύ όμορφα σε μια ταινία του και ο Κεν Λόουτς, δε θυμάμαι πώς ακριβώς ώστε να το μεταφέρω, κρίμα.

Ο Μακμπέθ διαπράττει μια τεράστια ύβρι και τιμωρείται – επέρχεται η κάθαρση μ’ έναν τρόπο. Στη ζωή, όμως, υφίστανται οι «κακοί» πάντα τις συνέπειες;

Το σύνηθες είναι μάλλον η ατιμωρησία. Όσοι διαπράττουν ύβρι, έχουν συνήθως προβλέψει, διδασκόμενοι και από την παρακαταθήκη τόσων και τόσων τυράννων, ότι πρέπει να έχουν διαμορφώσει εκ των προτέρων μηχανισμούς τόσο υπεραποτελεσματικής προπαγάνδας υπέρ των εγχειρημάτων τους που θα τους προσδίδει γοητεία και ως συνήθως ελκυστική υπεροχή, όσο και καταστολής των αντιφρονούντων που θα επιχειρήσουν να τους αποκαλύψουν και να απαιτήσουν κυρώσεις για τις αντικοινωνικές πράξεις τους. Όχι ότι δεν υπάρχουν και παραδείγματα για το αντίθετο, όπου αυτοί που διαπράττουν ύβρι εις βάρος αθώων και τους οποίους μια μεγάλη πλειοψηφία κόσμου χαρακτηρίζει “κακούς “, όπως εγκληματίες πολέμου ή αυταρχικούς ηγέτες, έχουν βρει ως απάντηση την αδέκαστη απόφαση του κόσμου να τους συντρίψει. Ο Αδόλφος Χίτλερ, πριν ακόμη την 9η Μαιου του 1945, βρήκε μόνη διέξοδο στην αυτοκτονία, για να αποφύγει τη σύλληψη, τη διαπόμπευση, το βασανισμό, την εκτέλεση. Και προφανώς αυτά τα παραδείγματα είναι χρήσιμο να εμπιστευόμαστε και να απομυζούμε ως άλλη πηγή κουράγιου, γιατί αλλιώς πώς θα συνεχίσουμε.

Παρεμπιπτόντως, κλείνει ένας χρόνος από τη μαγική στιγμή στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, αυτή της αναμονής της δικαστικής απόφασης για το κατά πόσο η χρυσή αυγή συνιστά εγκληματική οργάνωση, οπότε και μπροστά στα υγρά μάτια μας και τα ανυπόμονα αυτιά μας οι έλληνες νεοναζί ήρθαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες. Κι εμείς, ούτε ένα λεπτό αργότερα, με την καταστολή, όμως αυτή είναι μια άλλη κουβέντα.

 

Φωτογραφίες: copyright Παναγιώτης Λαμπής

Η ανασφάλεια του Μακμπέθ είναι η γενεσιουργός αιτία για όλα τα κακά που προξενεί ή η υπερβολική προσκόλληση στη σύζυγό του;

Ένας συνδυασμός πραγμάτων, θα έλεγα. Όπως είπα και πριν, πιστεύω ότι το ζευγάρι αντλεί δύναμη από την κοινή διάθεση, τον κοινό στόχο, τον κοινό τρόπο πλοήγησης. Το σχεδίασμα καθαυτό αν μη τι άλλο του πρώτου φόνου, λειτουργεί διεγερτικά και για τους δύο, συνδυαστικά με την έξαψη κατά τις μικρές ώρες της ημέρας, τις μεταμεσονύχτιες ώρες, καθώς και με το αλκοόλ. Κι όταν ο Μακμπέθ προσπαθήσει να αποφύγει την όλη πράξη, η λαίδη απερίφραστα κι ευθαρσώς θα χρησιμοποιήσει την αρσενική του ταυτότητα για να τον ιντριγκάρει αμφισβητώντας την, ποντάροντας έτσι στην ανασφάλειά του.

Αν δεν υπήρχε η Λαίδη Μακμπέθ, πώς πιστεύετε ότι θα εξελισσόταν η ιστορία;

Ο Μακμπέθ λοιπόν της ανακοινώνει κάποια στιγμή λίγες ώρες πριν τον προσχεδιασμένο φόνο του Ντάνκαν ότι δε θα προχωρήσει σ' αυτό το σχέδιο, αλλά η λαίδη τον μεταπείθει, αυτός ενδίδει και έτσι γίνεται ό,τι γίνεται. Οπότε ναι, ο ρόλος της λαίδης είναι καταλυτικός, παρ' όλ' αυτά, ο Μακμπέθ τρέφει εξ ιδίας ορμής φιλοδοξία να αποκτήσει το υψηλότερο αξίωμα και να το διασφαλίσει με κάθε δυνατό τρόπο και κόστος. Το γεγονός ότι εκδηλώνει εξαρχής ανάγκη, γράφοντάς της, να της ανακοινώσει την αναβάθμισή του σε άρχοντα του Κώντορ, όπως και τη μοιραία συνάντησή του με τις μάγισσες και ό,τι αυτές τού υπαινίσσονται, φανερώνει ότι προχωράει στη ζωή μέσα από το πρίσμα της συντροφικής ζωής, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται εν πάση περιπτώσει. Αλλά θα αδικήσουμε και το Μακμπέθ και τη λαίδη αν αποφανθούμε ότι χωρίς τη λαίδη η ιστορία θα ήταν ας πούμε λιγότερο επεισοδιακή ή επώδυνη. Για να είμαι ειλικρινής και επιπλέον να μη μακρυγορώ,  αδυνατώ να υποθέσω ποια θα ήταν η έκβαση της ιστορίας απουσία λαίδης.

Ταυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία: Τώνια Ράλλη
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης

Θίασος ηθοποιών: Αχιλλέας Βατρικάς (Ντάνκαν), Γιώργος Κισσανδράκης / Hλίας Καρακωνσταντάκης (Μάλκολμ), Ίριδα Μάρα (Πρώτη Μάγισσα), Νάντια Μαργαρίτη (Δεύτερη Μάγισσα), Έλενα Μεγγρέλη (Τρίτη Μάγισσα), Τατιάνα-Άννα Πίττα (Λαίδη Μακμπέθ), Γιώργος Σίμωνας (Μπάνκο), Συμεών Τσακίρης (Μακμπέθ), Γιώργος Φριντζήλας (Μακντάφ)
Σκηνογραφία: Μαγιού Τρικεριώτη
Κοστούμια: Grace Gely
Κίνηση: Κική Μπάκα 
Μουσική σύνθεση: Θέμος Σκανδάμης
Μουσική παραγωγή: Κώστας Στεργίου
Φωτισμοί: Μάριος Κουτσουρέλης
Φωτογραφία - βίντεο: Παναγιώτης Λαμπής 
Μάσκες - ειδικά εφέ: Αλέξανδρος Λόγγος, Κωνσταντίνα Τσιάκα
Βοηθός σκηνογράφου: Δήμητρα Χίου 
Graphic Design: Ηλίας Πανταλέων

Διάρκεια: 130’ 

Μια παραγωγή της ομάδας Νοσταλγία

Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση εδώ

Περισσότερες πληροφορίες:

https://www.nostalghia-theatre.com

https://www.rabbitholespace.com


Φωτογραφίες: copyright Παναγιώτης Λαμπής

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.