"Η μουσική είναι τέχνη της πράξης." | Ο Ερρίκος Βάιος μιλάει στο deBόp με αφορμή τη συμμετοχή του στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου
2025-07-29
Από τις 12 έως τις 19 Αυγούστου, το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου καλεί το κοινό να στοχαστεί, να αισθανθεί και να αφουγκραστεί τη δημιουργική δύναμη του Χάους — του αρχέγονου κενού που προϋπήρξε της τάξης. Έξι συναυλίες με τους τίτλους Πανδαιμόνιο, Πόνος, Ευκαιρία, Εξέγερση, Ελπίδα, Δημιουργία, σχηματίζουν ένα άτυπο αφήγημα, όχι με λέξεις αλλά με ήχους, σε έναν διάλογο με την εποχή μας.
Στο deBόp, είχαμε την χαρά και την τιμή να συνομιλήσουμε με τον συνθέτη Ερρίκο Βάιο με αφορμή τη φετινή του συμμετοχή στο φεστιβάλ και την παρουσίαση του νέου πρωτότυπου έργου του για αυτό.
Πώς προέκυψε η φετινή σας συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Μουσικής Μολύβου; Υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον μικρό «χρονικό»;
Τον Ιανουάριο τού ‘22 είχα την τιμή να ερμηνεύσουν έργο μου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών η Δανάη Ντέρκεν με τον διεθνούς φήμης, βραβευμένο σαξοφωνίστα Θεόδωρο Κερκέζο, έργο γιά το οποίο δέχθηκα συγχαρητήρια καί από την κα. Χρυσή Βαρδινογιάννη η οποία είχε παρευρεθεί. Φαίνεται το έργο μου έκανε καλή εντύπωση καί στην κα. Ντέρκεν, στην οποία και οφείλω τη συνεργασία στο φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Μολύβου.
Το φετινό φεστιβάλ έχει ως θεματικό άξονα το «Χάος», και εσείς παρουσιάζετε ένα νέο σας έργο την ημέρα της «Εξέγερσης». Πώς μεταφράσατε μουσικά την έννοια της εξέγερσης και του χάους;
Δεν θα έλεγα πως υπάρχει κάποια απ’ ευθείας σύνδεση των εννοιών τού “Χάους” ή τής “Εξέγερσης” στο έργο μου. Δυνητικά, λόγω τής πρωτοτυπίας τής δομής τού έργου, καί τα αυτοτελή/αυτάρκη μέρη του τα οποία δύνανται να παρουσιαστούν με οποιαδήποτε σειρά επιλογής των ερμηνευτών - κάτι που δεν είναι καθόλου σύνηθες στη λόγια μουσική, ίσως αυτό δύναται να θεωρηθεί κάπως “χαοτικό”.
Η μουσική σας έχει παρουσιαστεί διεθνώς, από την Αθήνα μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο. Πώς επηρεάζει ο τόπος, το κοινό ή ακόμη και ένα ιδιαίτερο φεστιβαλικό πλαίσιο, όπως του Μολύβου, την έμπνευση, σύνθεση και την παρουσίαση ενός έργου σας;
Όπως έχουν ισχυριστεί διάφοροι συνθέτες παγκοσμίως όταν έχουν ερωτηθεί σχετικά, η έμπνευση έρχεται με το τηλεφώνημα, εννοώντας την παραγγελία. Είναι πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να μη λειτουργεί σε απόλυτη απομόνωση καί να έχει συνεργασίες με ερμηνευτές, όσο υψηλότερης καλλιτεχνικής αξίας τόσο το καλύτερο, ώστε η μουσική του υπόσταση να μην είναι στεγνά θεωρητική.
Πρόσκληση από ένα φεστιβάλ τού κύρους αυτού τού Μολύβου καί των υψηλού επιπέδου ερμηνευτών που το κοσμούν σίγουρα επιδρά ως γενεσιουργός παράγοντας. Η μουσική είναι τέχνη της πράξης. Διαφέρει δηλαδή από ένα λογοτέχνημα το οποίο είναι πλήρες όταν ο συγγραφέας βάλει την τελευταία τελεία στο κείμενό του. Το ίδιο συμβαίνει καί στις περισσότερες εικαστικές τέχνες, όπως παραδείγματος χάριν στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Το μουσικό κείμενο όμως, η λεγόμενη παρτιτούρα, αποτελεί μεν το πλήρες μουσικό έργο, αλλά μόνον ως συνταγή Τσελεμεντέ. Δύναται να αναγνωστεί τρόπον τινά από ειδήμονες, αλλά μόνο μέσω τής εκτέλεσής του από μουσικούς εκπληρούται.
Η μουσική είναι τέχνη τού ήχου καί τής πράξης (όπως προανέφερα), όχι τής ανάγνωσης. Εδώ όμως υπεισέρχεται μία άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος. Στη δημοφιλή μουσική, το ηχογράφημα αποτελεί το κύριο και αυθεντικό έργο μουσικής τέχνης, όχι η παρτιτούρα. Παραδείγματος χάριν, η αυθεντική και πρώτη κυκλοφορία ενός τραγουδιού των Beatles θεωρείται το πρότυπο τού συγκεκριμένου τραγουδιού, όχι η παρτιτούρα. Σε καμμία περίπτωση δεν έχει την ίδια αξία μία μεταγενέστερη έκδοση τού τραγουδιού από άλλους καλλιτέχνες (τα λεγόμενα ‘covers’), ή ακόμα καί μεταγενέστερη ερμηνεία από τούς ίδιους τούς Beatles.
Στη λόγια μουσική, το μουσικό κείμενο είναι πάντα αυθεντικότερο από την ερμηνεία οποιουδήποτε καλλιτέχνη. Παραδείγματος χάριν, δεν υπάρχει κάποια ερμηνεία τής 9ης συμφωνίας τού Μπετόβεν που να θεωρείται αυθεντική. Έρχομαι τώρα στο κύριο σημείο τής ερώτησής σας που αφορά τις διάφορες ερμηνείες ενός έργου ανά την υφήλιο.
Ο τόπος, το κοινό, ή το φεστιβαλικό πλαίσιο, δεν επιδρούν καθόλου στο κομμάτι τής έμπνευσης ή τής σύνθεσης. Στην παρουσίαση ενός έργου όμως, οι εκάστοτε συνθήκες καί περιστάσεις είναι σημαντικοί παράγοντες. Παραδείγματος χάριν, το επίπεδο οργάνωσης ενός φεστιβάλ, η προετοιμασία καί παρουσίαση ενός έργου μου εν τη απουσία μου (να μην έχω δηλαδή την ευκαιρία προετοιμασίας τού έργου με τούς ερμηνευτές), πρόβλημα που, ευτυχώς, στο Διεθνές Φεστιβάλ Μολύβου θα αποφευχθεί εφ’ όσον θα συμμετέχω ενεργά στις πρόβες τού έργου.
Το πλέον σημαντικό στην παρουσίαση ενός νέου έργου είναι η άρτια παρουσίασή του από τούς μουσικούς, διότι το κοινό, μην έχοντας γνώση τού έργου από προηγούμενη παρουσίαση ή από δισκογράφημα, θα κρίνει το έργο βάσει τής ερμηνείας των μουσικών. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν στη διαμόρφωση μίας πρώτης εντύπωσης τού έργου στο κοινό η εμβριθής προετοιμασία του, καί η κατά δύναμη άψογη πρώτη παρουσίασή του.
Το γνωστικό επίπεδο και η αισθητική τού κοινού είναι επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας στην παρουσίαση ενός έργου, ειδικά στις ημέρες μας. Προσωπικά δεν καταλαβαίνω γιατί παρακολουθούν συναυλίες καί ρεσιτάλ άνθρωποι οι οποίοι δεν αγαπούν τη λόγια μουσική καί διαταράσσουν την απόλαυση των υπολοίπων επειδή οι ίδιοι ασφυκτιούν. Δεν έχουν κανέναν σεβασμό για τούς συνακροατές τους, αλλά πολύ περισσότερο για τούς ερμηνευτές στη σκηνή που μοχθούν καί μοιράζονται τον κόπο καί την τέχνη τους μαζί τους. Συνομιλούν μεγαλοφώνως μεταξύ των, δεν απενεργοποιούν την ένταση στα τηλέφωνά τους ή σκοπίμως παίζουν με αυτά προσπαθώντας να διασκεδάσουν την ανία των, καί γενικά προκρίνουν συμπεριφορές ανάρμοστες των περιστάσεων, ενδεικτικές τού χαρακτήρα καί τής παιδείας των.
Αυτοί καί άλλοι παράγοντες είναι πολύ σημαντικοί στην παρουσίαση, αλλά καί την πρόσληψη ενός έργου, ειδικά όταν πρόκειται γιά έργο εκτός τού κλασσικού ρεπερτορίου, άρα οποιουδήποτε έργου εν ζωή συνθέτη. Είχα την τύχη κάποια έργα μου όντως να παρουσιαστούν διεθνώς, καί μάλιστα σε σχεδόν αντιδιαμετρικές γεωγραφικά πόλεις, όπως παραδείγματος χάριν το Ρίο και το Μπουσάν (διεθνές φεστιβάλ στη Ν. Κορέα). Δυστυχώς, αυτό δεν σημαίνει πως έχω παραστεί σε όλες τις συναυλίες όπου έχουν παρουσιαστεί έργα μου. Συνήθως ο οικονομικός παράγοντας δεν επιτρέπει την προσωπική μου παρουσία, ειδικά στις διηπειρωτικές συναυλίες. Θα ήθελα πολύ να είχα ταξιδέψει στο Ρίο, ενώ παρέστην σε πρεμιέρα στη Ρουμανία, αλλά όχι στην Ουγγαρία ή στην Αγγλία. Εξαρτάται. Εδώ πολλές φορές δεν έχω παραστεί σε παρουσιάσεις έργων μου εντός Ελλάδας, αλλά εκτός Αθηνών (όπως σε φεστιβάλ στη Σύρο, στην Κρήτη, κ.α.) Είμαι ευγνώμων στους διοργανωτές τού Φεστιβάλ Μολύβου καί τούς ευχαριστώ θερμά γιά την ευγενή τους πρόσκληση και προσωπική φιλοξενία στο φεστιβάλ τους.
Έχετε γράψει μουσική για συμφωνική ορχήστρα, φωνή, κινηματογράφο, θέατρο. Τι σημαίνει το κάθε είδος για εσάς ως δημιουργό; (Ποιο σας εκφράζει περισσότερο, ποιο είναι μεγαλύτερη πρόκληση , ποιο είναι περισσότερο οικείο κ.λπ.) Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι προσωπικό, μια «υπογραφή» σας, που συνδέει με κάποιον τρόπο όλα σας τα έργα;
Το κάθε είδος μουσικής σύνθεσης από αυτά που αναφέρατε έχει τις δικές του απαιτήσεις και προκλήσεις. Υπάρχουν γενικά δύο είδη μουσικής σύνθεσης. Σύνθεση ‘Απόλυτης’ μουσικής και σύνθεση ‘Προγραμματικής’ μουσικής. Η προγραμματική μουσική δεν είναι αυτόνομη, τουλάχιστον εν τη γενέσει της. Η μουσική στο θέατρο καί τον κινηματογράφο αποτελεί μόνον ένα μέρος, μία διάσταση τού όλου έργου τέχνης. Το ίδιο ισχύει καί γιά το σενάριο, τη σκηνοθεσία, τις ερμηνείες, τον φωτισμό, τη φωτογραφία, την ενδυματολογία, τη σκηνογραφία, κ.ο.κ. Η κάθε ειδικότητα συνεισφέρει στο όλο. Συνεπώς, όπως ο σκηνογράφος και ο ενδυματολόγος δημιουργούν ανάλογα με τις απαιτήσεις τού σεναρίου και τής σκηνοθεσίας, έτσι καί ο συνθέτης πλαισιώνει ηχητικά το θεατρικό/κινηματογραφικό έργο κατά τρόπο που να αναδεικνύεται ή να υποστηρίζεται κάποιο συναίσθημα στην εκάστοτε στιγμή, όπως αγάπη, φόβος, προαίσθημα, λύτρωση, ενθουσιασμός, θρησκευτικότητα, απελπισία, μεταξύ πολλών άλλων.
Και η μουσική αυτή συντίθεται πάντοτε βέβαια με τις υποδείξεις τού σκηνοθέτη, ο οποίος προΐσταται τού όλου εγχειρήματος. Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει καί στη σύνθεση επάνω σε κάποιο εξω-μουσικό θέμα. Ένα μπαλλέτο έχει σενάριο, αλλά πέραν αυτού ο συνθέτης είναι ελεύθερος να εκφραστεί κατά το δοκούν. Ή το είδος τού Συμφωνικού Ποιήματος, όπου πάλι υπάρχει κάποια θεματολογία (παραδείγματος χάριν το ‘1812’ τού Πέτρου Τσαϊκόφσκυ, που πραγματεύεται ορχηστρικά την εκστρατεία τού Μεγάλου Ναπολέοντα εναντίον τής Ρωσσίας), αλλά ο συνθέτης παίρνει όλες τις αποφάσεις για το πώς θα αποτυπώσει μουσικά την ιστορική συγκυρία.
Στη μουσική για φωνή, ο συνθέτης πάλι δεν είναι εντελώς ανεξάρτητος. Οι στίχοι ενός τραγουδιού είναι αρκετά δεσμευτικοί στη δημιουργία τής μελοποίησης σε διάφορα επίπεδα, εννοιολογικά, συναισθηματικά, μετρικά (εκτός αν η σύνθεση έχει προηγηθεί τής στιχουργικής βέβαια, καί είναι ο στιχουργός που πρέπει να προσαρμόσει το κείμενό του επάνω στο μέλος.) Τραγούδια (όπως καί όπερες, μιούζικαλ) γράφονται ανά τούς αιώνες καί με τούς δύο τρόπους. Άλλοτε προηγείται η μουσική τού κειμένου, άλλοτε το αντίστροφο. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο συνθέτης δημιουργεί βάσει μίας εξω-μουσικής κατασκευής. Το μόνο είδος όπου ο συνθέτης έχει πλήρη ελευθερία έκφρασης είναι η ‘Απόλυτη’ μουσική, αυτή δηλαδή που δεν συνδυάζεται με εξωγενείς παράγοντες καί θεματολογίες. Θα έλεγα πως καί ως ακροατής αλλά καί ως δημιουργός δεν με εκφράζει περισσότερο το ένα είδος από το άλλο, ούτε θεωρώ κάποιο πλέον οικείο. Θα έλεγα όμως πως, συνήθως, η ‘Απόλυτη’ μουσική εμβαθύνει περισσότερο στον ψυχισμό μου λόγω τού ότι είναι περισσότερο αφηρημένη ως τέχνη από την ‘Προγραμματική.’ Για τη δημιουργία ενός απόλυτου έργου δεν χρειάζεται να σκέφτομαι καί να προσαρμόζομαι σε τίποτε πέραν των δυνητικών εντελεχειών των αμιγώς μουσικών μου ιδεών.
Παρ΄όλα αυτά, τα δύο αγαπημένα μου έργα – η 6η και η 9η συμφωνία τού Μπετόβεν, έχουν προγραμματικά στοιχεία. Η πλέον σημαντική ερώτηση στο ερωτηματολόγιό σας έχει να κάνει με αυτό που αναφέρετε ως κάτι το προσωπικό, μία “υπογραφή” μου που διέπει όλα μου τα έργα. Δεν υπάρχει συνθέτης άξιος τής ιδιότητας που να μη διακατέχεται από αυτή την ιδιοτυπία. Πρόκειται γιά κάτι τόσο προσωπικό όσο καί το δακτυλικό αποτύπωμα, μόνο που τα χαρακτηριστικά του δεν περιγράφονται καθόλου εύκολα λεκτικά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων – με απειροελάχιστες εξαιρέσεις - δεν είναι δυνατή η αναγνώριση τέτοιων στοιχείων από την ακρόαση ενός καί δύο έργων ενός συνθέτη. Αντιθέτως, αυτά τα προσωπικά γνωρίσματα σταδιακά καθίστανται αντιληπτά από τούς προσεκτικούς καί γνώστες τού αντικειμένου ακροατές, οπότε καί γίνονται κοινό κτήμα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζουμε τα στίγματα των μεγάλων συνθετών εντός δευτερολέπτων στο πρώτο άκουσμα αγνώστων σε εμάς έργων των.
Το νέο σας έργο σας θα ακουστεί μαζί με έργα του Μίκη Θεοδωράκη, ενός εμβληματικού συνθέτη που έχει ταυτιστεί με την έννοια της αντίστασης και της ελευθερίας. Προσπαθήσατε να στήσετε «μαζί του» κάποιου είδους διάλογο μέσα από τη μουσική σας;
Δράττομαι τής ευκαιρίας μέσω τής ερώτησής σας γιά να κάνω κάποιες σημαντικές διευκρινήσεις. Υπάρχουν χαώδεις - για να χρησιμοποιήσω και τη θεματική τού φεστιβάλ – διαφορές μεταξύ των μουσικών ειδών γενικά στον πλανήτη. Ο Μίκης Θεοδωράκης θεωρείται είς εκ των εμβληματικότερων συνθετών τού ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Ο Ράβι Σανκάρ θεωρείται ίσως ο εμβληματικότερος συνθέτης τής Ινδίας (πληθυσμός 1.5 δισεκατομμύρια). Ενδεχομένως να μην τον έχετε ακουστά, είναι γνωστότερος διεθνώς τού Μίκη Θεοδωράκη. Ο λόγος που ανέφερα τον Σανκάρ είναι γιά να σας θυμίσω μέσω τού παραδείγματος πως κάθε χώρα και κάθε ήπειρος έχουν τα δικά τους διαφορετικά είδη μουσικής που αναπτύχθηκαν καί ευδοκίμησαν στούς συγκεκριμένους τόπους.
Το Διεθνές Φεστιβάλ Μολύβου είναι φεστιβάλ λόγιας μουσικής, ενός από τα είδη που αναπτύχθηκε καί ευδοκίμησε στην Ευρώπη. Δεν αποτιμώνται όλοι οι συνθέτες με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα είδη τής μουσικής. Για να χρησιμοποιήσω ένα προηγηθέν παράδειγμα, οι Τζων Λέννον καί Πωλ Μακάρτνεϋ δεν θεωρούνται εμβληματικές μορφές συνθετών στον χώρο τής λόγιας μουσικής. Δεν αναφέρονται καν.
Τοιουτοτρόπως, ο τιτάνας Αμαντέους Μότσαρτ δεν θεωρείται εμβληματική μορφή στον χώρο τής ροκ μουσικής. Ο εμβληματικότερος συνθέτης τη βραδιά που παρουσιάζεται το δικό μου έργο είναι αναμφίβολα ο Φέλιξ Μέντελσον, καί ακολουθούν οι Μπόχουσλαβ Μάρτινου καί Έρνεστ Μπλόχ.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να κάνω μία πολύ σημαντική επισήμανση. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει συνθέσει πολλή λόγια μουσική, την οποία προσωπικά θεωρώ αριστουργηματική. Αλλά ποιός… όχι ξένος, ποιός Έλληνας γνωρίζει την ‘Ελληνική Αποκριά’, ή τις συμφωνίες τού Μίκη Θεοδωράκη; Ποιός Έλληνας γνωρίζει τη Σονάτα του γιά Βιολί καί Πιάνο που στην ενορχηστρωμένη της μορφή εκδόθηκε από μεγάλη διεθνή εταιρεία δίσκων τού εξωτερικού με σολίστα τον Θεόδωρο Κερκέζο καί πούλησε πολλές χιλιάδες κομμάτια; Αλλά δεν μπορούμε να συμψηφίσουμε αυτά τα έργα με το “Βράχο-βράχο τον καημό μου” ή “Το γελαστό παιδί”, παρ΄ όλο που ανήκουν στον ίδιο συνθέτη. Πρόκειται περί δύο διαφορετικών μουσικών κόσμων. Όσο για το 4ο κουαρτέτο εγχόρδων του που θα παρουσιαστεί στο φεστιβάλ, πρόκειται για έργο που έχω στη δισκοθήκη μου καί σας παραθέτω λεγόμενα τού ίδιου τού συνθέτη μέσα από το φυλλάδιο τού δίσκου:
“Πόσο τραγικό καί άδικο είναι να γεννιέται κανείς συνθέτης συμφωνικής μουσικής σε μία χώρα όπως η Ελλάδα.”
Καί συνεχίζει λίγο αργότερα:
“Χαμηλό επίπεδο μορφωτικό καί πολιτιστικό, έλλειψη μέσων καί υποδομών, αδιαφορία τού κράτους.”
Εντός αυτού τού μορφωτικού καί πολιτιστικού περιβάλλοντος που ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει, καταφέρνει να γίνει, δικαίως (τα μουσικά είδη έχουν σύνορα, η έμπνευση όχι), ο εμβληματικός συνθέτης στο είδος που επέλεξε να υπηρετήσει πρωτίστως, το λαϊκό. Σημειώνω επίσης, πως το εν λόγω κουαρτέτο δεν υπήρχε καν στην τελική του μορφή. Την τελειοποίησή του ανέλαβε να επιτελέσει ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης, πάλι κατά δήλωση τού ίδιου τού Μίκη Θεοδωράκη.
Το πόσο τοίς εκατό από το τελικό μουσικό κείμενο είναι τού Μίκη Θεοδωράκη καί πόσο τού Φίλιππου Τσαλαχούρη δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Σε κάθε περίπτωση δεν επηρέασε αυτό καθόλου το δικό μου έργο, δεν υπάρχει κάποιου είδους “διαλόγου” μεταξύ των έργων μας, δεν εγνώριζα καν το πρόγραμμα τού φεστιβάλ κατά τη διαδικασία τής σύλληψης τού δικού μου έργου.
Πληροφοριακά, ο εμβληματικότερος κατά πολύ καί άνευ ανταγωνισμού Έλληνας συνθέτης παγκοσμίως, καθώς καί αυτός το έργο τού οποίου διδάσκεται σε όλες τις σχολές σύνθεσης των μουσικών ακαδημιών καί πανεπιστημίων τής υφηλίου θεωρείται ο Ιάννης Ξενάκης. Αναφέρομαι πάντα στη λόγια μουσική. Ειδάλλως, ο εμβληματικότερος κατά πολύ καί άνευ ανταγωνισμού Έλληνας συνθέτης παγκοσμίως γενικά, δηλαδή από άποψης αναγνωρισιμότητας, θεωρείται ο Ευάγγελος Παπαθανασίου. Τα αναφέρω αυτά για να καταδείξω το πόσο σημαντικό είναι να συζητούμε πάντα επί κάποιου συγκεκριμένου μουσικού είδους, που στα πλαίσια τού Διεθνούς Φεστιβάλ Μολύβου, είναι η λόγια μουσική, και όχι η μουσική γενικά.
Με αφορμή τις ημερήσιες θεματικές του φεστιβάλ: Πανδαιμόνιο, Πόνος, Ευκαιρία, Εξέγερση, Ελπίδα, Δημιουργία, θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες από αυτές τις έννοιες χαρακτηρίζουν το προσωπικό καλλιτεχνικό σας σύμπαν αλλά και εσάς τον ίδιο σαν προσωπικότητα.
Ο Πόνος, η Εξέγερση, καί η Ελπίδα είναι αρωγοί στη Δημιουργία. Το Πανδαιμόνιο στέκεται ως εμπόδιο στην Ευκαιρία. Αυτά χαρακτηρίζουν εν γένει το καλλιτεχνικό σύμπαν, και εν μέρει το προσωπικό μου. Όσο για την προσωπικότητά μου, αυτή καί αν είναι χαώδης και ανερμάτιστη. Οι εισέτι προσπάθειές μου να την χαλιναγωγήσω έχουν αποδειχθεί απέλπιδες.
Ως αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Μουσουργών, πώς βλέπετε τη θέση της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας σήμερα;
Σας παραπέμπω στις άνωθεν παρατεθειμένες αποφάνσεις τού Μίκη Θεοδωράκη με τις οποίες συμφωνώ απολύτως. Σας παραπέμπω επίσης στον Αριστοτέλη καί τον Πλάτωνα, καί τις απόψεις των περί μουσικής. Παραθέτω δείγμα από τον δεύτερο: “Η καλύτερη μουσική είναι αυτή που προκαλεί απόλαυση στον καλύτερο άνθρωπο, τον δεόντως μορφωμένο, αυτή που κυρίως ευχαριστεί αυτόν που είναι ανώτατος σε αρετή καί παιδεία.”
Ποια είναι τα επόμενα μουσικά σας σχέδια;
Αυτή την εποχή περιμένω να υπογραφούν τα τελικά συμβόλαια γιά μία κινηματογραφική ταινία που θα γυριστεί στην Αυστραλία τής οποίας τη μουσική επένδυση πρόκειται να επιληφθώ.