«Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» - Εκδόσεις Μεταίχμιο | Μιλήσαμε με τη Χίλντα Παπαδημητρίου για το καινoύριο της βιβλίο

«Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» - Εκδόσεις Μεταίχμιο | Μιλήσαμε με τη Χίλντα Παπαδημητρίου για το καινoύριο της βιβλίο

«Γνώρισα» τον αστυνομικό Χάρη Νικολόπουλο το 2011 μέσα από τις σελίδες του πρώτου βιβλίου της Χίλντας Παπαδημητρίου «Για μια χούφτα βινύλια». Μουσικο-βινυλιόφιλη γαρ, ένας  τέτοιος τίτλος δεν θα με άφηνε ασυγκίνητη οπότε το αγόρασα αμέσως, το διάβασα και μου άρεσε πολύ. Κάποια χρόνια αργότερα -μέσω κοινών μουσικών παρεών- μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τη Χίλντα και να την εκτιμήσω πια και σαν προσωπικότητα. Στο μεταξύ εκείνη είχε σκαρφιστεί κι άλλες αστυνομικές ιστορίες του Χάρη και είχε κυκλοφορήσει δύο ακόμη βιβλία. Τα «Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς» (2013)  και «Η συχνότητα του θανάτου» (2016).  Και να, που μόλις πριν λίγους μήνες, ο Χάρης Νικολόπουλος «επέστρεψε». Και μάλιστα… «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Με αφορμή λοιπόν την κυκλοφορία του τέταρτου βιβλίου της, είχα τη χαρά να μιλήσω με τη συγγραφέα ώστε να το παρουσιάσουμε, εδώ, μαζί, παρέα.

Στην νέα του ιστορία, ο Χάρης -ως πρώην αστυνομικός πια- αναγκάζεται να επιστρέψει από τη Ναύπακτο όπου είχε εγκατασταθεί, προκειμένου να δει τη μητέρα του η οποία διαγνώσκεται με Αλτσχάιμερ. Ερχόμενος στην Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τη σκληρή αλήθεια της εκφυλιστικής αυτής ασθένειας αλλά και την αστυνομία αφού θα κατηγορηθεί για φόνο. Στην προσπάθεια να αποδείξει την αθωότητά του, θα βουτήξει στα βαθιά «νερά» του παρανόμου εμπορίου λευκής σαρκός, στα σκοτάδια του υποκόσμου και τα κυκλώματα διαφθοράς σε όλα τα κοινωνικά στρώματα όπου κανένας δεν είναι υπεράνω υποψίας. Το βιβλίο μάλιστα ήρθε κι «έδεσε» σε μια εποχή που τα πατριαρχικά κοινωνικά στερεότυπα ταρακουνιούνται. Πώς προέκυψε το θέμα του;

Τα τρία προηγούμενα βιβλία μου με ήρωα τον αστυνόμο Χαρίδημο Νικολόπουλο, τον Χάρη για τους φίλους του, είχαν ως επίκεντρο τη μουσική: τα δισκάδικα, τις μικρές ανεξάρτητες ελληνικές δισκογραφικές και τους ιδιωτικούς μουσικούς ραδιοσταθμούς. Σ’ αυτό, το τέταρτο βιβλίο, το οποίο διαδραματίζεται στο 2012, ένιωσα την ανάγκη να αλλάξω θεματολογία. Η αρχική ιδέα μου ήταν να στήσω μια ιστορία με θέμα με πυρήνα τις κακοποιημένες γυναίκες και την ενδοοικογενειακή βία, αλλά τότε με συντάραξε η συνειδητοποίηση πως η επιτομή της γυναικείας κακοποίησης απαντάται στα θύματα του σεξουαλικού τράφικινγκ. Όλοι οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές που νομίζουμε ότι δεν μας αφορούν, αυξάνουν τις προσφυγικές ροές των οποίων τα πιο ευάλωτα θύματα είναι τα παιδιά και οι γυναίκες που καταλήγουν στα χέρια των σύγχρονων δουλεμπόρων. Ξεκίνησα το γράψιμο του βιβλίου το 2018 και κατάφερα να το ολοκληρώσω τον Δεκέμβριο του 2020. Και από μια περίεργη συγκυρία η ολοκλήρωσή του συνέπεσε με την έκρηξη του #metoo και απέκτησε ιδιαίτερη επικαιρότητα. Μακάρι να μην κρύψουμε πάλι το ζήτημα των πατριαρχικών στερεοτύπων κάτω από το χαλί, γιατί το σεξουαλικό τράφικινγκ, όσα βιβλία κι αν γραφτούν, δεν θα πάψει εύκολα να υφίσταται.

Αλήθεια,  πως καταλαβαίνει γενικότερα ότι κάτι μπορεί τελικά να αποτελέσει τον πυρήνα ενός επόμενου βιβλίου;

Συνειδητοποιώ τον πυρήνα ενός μελλοντικού βιβλίου όταν μια σκέψη επανέρχεται συνέχεια στο μυαλό μου, όταν φαντάζομαι τί θέση θα έπαιρναν οι ήρωες για το συγκεκριμένο θέμα, όταν αρχίζω να αναζητώ βιβλία, ταινίες, άρθρα, υλικό στο διαδίκτυο. Όταν αρχίζω να καταστρώνω το σάουντρακ του βιβλίου, προσπαθώντας να ντύσω με ήχους τις εικόνες μου. Και κυρίως όταν περάσω από μια γειτονιά και αντικρίσω ένα σπίτι στο οποίο είμαι σίγουρη ότι κατοικεί κάποιος από τους ήρωες.

Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνθηκε περνώντας από το Δουργούτι. Τη γειτονιά του Νέου Κόσμου όπου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος της πλοκής. Αλλά και όλα τα στέκια, οι περιοχές και οι διαδρομές που αναφέρονται στο βιβλίο, είναι υπαρκτά και αναγνωρίσιμα. Το ίδιο ισχύει και για τους χαρακτήρες. Είναι πολύ «πραγματικοί», διόλου εξεζητημένοι. Μου αρέσει που η συγγραφέας δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στη ρεαλιστική κι ανθρώπινη αφήγηση παρά στη δημιουργία νουάρ ατμόσφαιρας. Τη ρωτώ κατά πόσο ισχύει.

Έχοντας γεννηθεί στην Καλλιθέα, μου αρέσουν οι πολυάνθρωπες περιοχές, οι γειτονιές που έχουν ζωή όλο το εικοσιτετράωρο. Απεχθάνομαι τα γαλήνια προάστια όπου δεν κυκλοφορούν ούτε γάτες στον δρόμο. Οι προσφυγικές πολυκατοικίες με τράβηξαν αισθητικά, αλλά διαβάζοντας την ιστορία τους ανακάλυψα και τις λειτουργικές και αισθητικές αρχές των αρχιτεκτόνων που τις σχεδίαζαν. Στο Δουργούτι πηγαίνω συχνά, για δουλειά ή για βόλτα. Μου αρέσει ο ανάμεικτος κόσμος, μετανάστες και νεομετανάστες, νεαρά ζευγάρια και ηλικιωμένοι Αρμένιοι. Χαζεύω τους εσωτερικούς κήπους, τα παιδιά που παίζουν, το τραμ που ανεβοκατεβαίνει, την τεράστια λαϊκή αγορά του Σαββάτου, τα γκραφίτι. Τα ονόματα των δρόμων, επίσης, σε προσελκύουν να φανταστείς τις ιστορίες των ανθρώπων και των σπιτιών τους: Βολταίρου και Ντεκάρτ, Φρειδερίκου Σμιθ και Ρενέ Πυό, Οβρένοβιτς, Νόυμαν, Ντουρμ και Ντυμόν. Και μόλις σηκώσεις τα μάτια, βλέπεις την Ακρόπολη να προβάλει πάνω από άσχημες πολυκατοικίες. Όλα μου αρέσουν στο Δουργούτι - στον Νέο Κόσμο της Αθήνας. Ήθελα η ηρωίδα μου, η Ιωάννα, να ζει σε μια τέτοια ανθρώπινη γειτονιά, αφού ως ψυχολόγος που νοιάζεται τόσο για τους βασανισμένους δεν θα μπορούσε να ζει στα αγέρωχα προάστια. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που αφηγούμαι να είναι οικείο και αναγνωρίσιμο αλλά θα διαφωνήσω μαζί σου ως προς τη νουάρ ατμόσφαιρα. Νουάρ δεν σημαίνει μόνο υποφωτισμένοι δρόμοι, νυχτερινές σκηνές και κακόφημα μπαρ. Μερικά από τα πιο κλασικά νουάρ μυθιστορήματα διαδραματίζονται σε ηλιόλουστες πόλεις: το Λος Άντζελες του Ρέιμοντ Τσάντλερ, η Μασσαλία του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, η επινοημένη Σάντα Τερέζα του Ρος ΜακΝτόναλντ αποτέλεσαν ιδανικές τοπιογραφίες για τις πλοκές μερικών κορυφαίων συγγραφέων του αστυνομικού ύφους.

Οι μουσικές αναφορές σε τραγούδια και καλλιτέχνες είναι απαραίτητο συστατικό των βιβλίων της Χίλντας. Ξεχώρισα τη φράση «η μουσική μπορεί να γίνει το κλειδί για να ανοίξεις ακόμη και τους πιο εσωστρεφείς ανθρώπους». Μεγαλωμένη μέσα στο δισκάδικο του πατέρα της, η σχέση της με τη μουσική ήταν πάντα δυνατή. Αναμφισβήτητα αυτό έχει περάσει και στη γραφή της που είναι απέριττη, ζωντανή, εκφραστική, με στιβαρό ρυθμό και μαστορικά ισορροπημένες αυξομειώσεις στις εντάσεις έτσι ώστε η πλοκή να ρέει ελεύθερα και το ενδιαφέρον να παραμένει αναλλοίωτο μέχρι τις τελευταίες σελίδες.

Υπάρχει ένα ευφυολόγημα που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, «Δεν ξέρω πώς να το πω αυτό, αλλά ξέρω ένα τραγούδι που μπορεί». Η μουσική είναι για μένα μια διαφορετική γλώσσα που μου επιτρέπει να περιγράψω τους ήρωές μου και τις καταστάσεις που βιώνουν. Όταν σχεδιάζω έναν ήρωα, σκέφτομαι αν ακούει μουσική και τι είδους, όπως φαντάζομαι το σπίτι του, τα ρούχα του (και μεταξύ μας, το ζώδιό του).

Κι ο Χάρης; Εκτός από την αγάπη για τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τι άλλα κοινά έχει μαζί του; Μήπως είναι το alter ego της;

Ο Χάρης Νικολόπουλος δεν είναι ούτε κατά διάνοια το alter ego μου. Είναι μάλλον ο μικρότερος ξάδερφός στον οποίο θα ήθελα να προσφέρω συμβουλές ζωής: να αγαπήσει τα ταξίδια, να ξεφύγει από τον ασφυκτικό οικογενειακό του κύκλο, να πάρει τη ζωή του στα χέρια του, να μη σταματήσει ποτέ τη διαδικασία της ενηλικίωσης. Εκτός από την αγάπη για τους Μπιτλς και τον Σπρίνγκστιν, του χάρισα την αδυναμία που έχω στα ζώα. Και την ανάγκη για αληθινή απονομή δικαιοσύνης, η οποία μπορεί να είναι πέρα από θεσμούς και τη δυνατότητα εφαρμογής των νόμων.

Πράγματι: σε κρίσιμο σημείο του βιβλίου (εκεί στον Ασπρόπυργο), ο ήρωας ακολουθεί αδιαπραγμάτευτα την καρδιά και όχι το μυαλό. Χαλάει το «σχέδιο» βάζοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του προκειμένου να σώσει μια ζωή. Μήπως το πιο ηρωικό που κάνουμε στη ζωή μας είναι να υπερασπιζόμαστε τις αξίες μας;

Πιστεύω ότι ο καθένας μας προσδιορίζεται από τις αξίες του και την πίστη του σ’ αυτές. Και αν κάτι με τρομάζει στις οικονομικές και υγειονομικές κρίσεις είναι ότι οι άνθρωποι απεμπολούν με τρομερή ευκολία τις αξίες τους, επειδή η υπεράσπισή τους απαιτεί κόπο και προσωπικές θυσίες. Ίσως αυτό το μήνυμα έχω εισπράξει από τα κλασικά αστυνομικά μυθιστορήματα με τα οποία μεγάλωσα. Οι ήρωες του Χάμετ και του Τσάντλερ έχουν ένα δικό τους προσωπικό κώδικα αξιών, το πιο πολύτιμο απόκτημά τους που είναι απόσταγμα των εμπειριών τους.

Ο Χάρης σε κάθε επόμενο βιβλίο, δείχνει όλο και πιο συνειδητοποιημένος για το τι θέλει στη ζωή του. Αλλάζει, ωριμάζει. «Όταν αλλάζουμε, ξεβολεύουμε τους δικούς μας ανθρώπους, φίλους και συγγενείς και γκόμενους.» Μεγάλη αλήθεια, στα λόγια της Αΐντας Μητροπούλου (τι τυπάκι! την αγάπησα!). Ποιοι τελικά μένουν στο πλάι μας όσο προχωρούμε το δρόμο της προσωπικής μας εξέλιξης;

Στον δρόμο της προσωπικής μας εξέλιξης μένουν όσοι αντέχουν τις αλλαγές μας, όσοι μας αγαπούν τόσο ώστε να μας αποδέχονται όπως διαφοροποιούμαστε καθημερινά. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αφόρητο από τους ρόλους που μας έχουν επιβάλει/απονείμει οι παιδικοί κι εφηβικοί φίλοι ή οι γονείς. Και μεγάλη ανακούφιση να τους πετάμε στα σκουπίδια και να προβάρουμε τους ρόλους που επιλέγουμε και νιώθουμε ότι μας ταιριάζουν.

Από το 1994 η Χίλντα Παπαδημητρίου ασχολείται επαγγελματικά και με τη μετάφραση. Θεωρώ πως η μετάφραση λογοτεχνίας είναι μεγάλη πρόκληση. Για να παραφράσω τον Νιλ Γιανγκ: “there’s more to the words than meets the eye”. Τη ρωτώ πώς μπορεί να περάσει το ύφος και η «αύρα» ενός συγγραφέα από μια γλώσσα σε μια άλλη.

Για να μεταφράσεις σωστά ένα συγγραφέα θα πρέπει να εισχωρήσεις στην ουσία όσων θέλει να αφηγηθεί σε πρώτο και δεύτερο επίπεδο, να κατανοήσεις την εποχή του και τις ιδέες της, να ζήσεις δίπλα του για όσο διάστημα τον μεταφράζεις. Κι επίσης, θα πρέπει να ξεπεράσεις τον σκόπελο της απόδοσης του ξένου κειμένου σε σωστά ελληνικά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μη συνειδητοποιεί πως διαβάζει μετάφραση. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια δουλειά που την κάνει κανείς σωστά μόνο όταν αγαπάει παθιασμένα τα βιβλία, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία.

Ο Όρσον Γουέλς έχει πει πως «αν θες happy end αυτό εξαρτάται, φυσικά, από το πού θα σταματήσεις την ιστορία σου». Ο επίλογος του βιβλίου έχει τίτλο «Ένα τέλος όχι τελείως unhappy». Τι να περιμένουμε από τη Χίλντα και τον Χάρη για τη συνέχεια;

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πρέπει να περιμένουμε από τον Χάρη στη συνέχεια. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι έχει ανεξαρτητοποιηθεί από μένα και ακολουθεί τη δική του πορεία. Ελπίζω να έχω νέα του πάλι, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Όσο για μένα, συνεχίζω τις μεταφράσεις μου και έχω τη χαρά να δουλεύω το καινούργιο βιβλίο του Νικ Χόρνμπι.

Αφήνω λοιπόν κι εγώ τη Χίλντα και τον Χάρη στην ησυχία τους μέχρι νεωτέρας. Τους ευχαριστώ και τους αποχαιρετώ έχοντας στα αυτιά μου τη φωνή του Morrissey που κλείνει την τελευταία σκηνή του βιβλίου τραγουδώντας μια μεγάλη αλήθεια: “Ι am human and I need to be loved just like everybody else does”...  Αυτό. 
 

 
* Η φωτογραφία της Χίλντας Παπαδημητρίου τραβήχτηκε από τη Λουκία Μητσάκου.

 

 

 

Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου 
Χίλντα Παπαδημητρίου
ISBN: 978-618-03-2570-6
Σελίδες: 464
Εκδόσεις Μεταίχμιο 


 



 

 

 

 

 

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.