Δώρα Στυλιανέση: «Η καλοσύνη είναι ταυτόσημη της χαράς»

Δώρα Στυλιανέση: «Η καλοσύνη είναι ταυτόσημη της χαράς»

Απόφοιτη του Θεάτρου Τέχνης η Δώρα Στυλιανέση έχει δουλέψει τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Πάντα σε προσεγμένες παραγωγές. Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Η αδερφή μου» στην Αγγλικανική Εκκλησία. Συναντηθήκαμε στο «Βυσσινόκηπο» (σ.σ. είναι το καφέ που διατηρεί στα Εξάρχεια) και μιλήσαμε μαζί της για την παράσταση, την αγάπη, τον πόνο αλλά και για τη χαρά.

«Η αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Εκεί βασίστηκε η παράσταση, ή μάλλον πιο σωστά αυτό είναι το κείμενο της παράστασης. Δεν έχει γίνει δηλαδή κάποια θεατρική διασκευή ή επεξεργασία. Προσωπικά μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία και στο Σταύρο Ζουμπουλάκη έχω μια αδυναμία. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που γράφει και το βιβλίο «Η αδερφή μου» είναι στα τρία καλύτερα βιβλία για μένα. Οπότε δεν υπήρχε θέμα να σκεφτώ αν είναι λογοτεχνικό κι όχι θεατρικό βιβλίο. Άλλωστε το βιβλίο αυτό είναι κάτι που ήθελα να συμβεί σκηνικά. Ευτυχώς βρέθηκε ο Περικλής Μουστάκης κι έγινε το όνειρο πραγματικότητα.  Ιδανική συγκυρία.

Ο Κουν δεν πίστευε στη λογοτεχνία στο θέατρο γι’ αυτό κι επέλεγε μόνο θεατρικά κείμενα. Προερχόμενη από τη σχολή Θεάτρου Τέχνης, θα μπορούσα να φέρω κι εγώ μια τέτοια ίσως πεποίθηση. Όμως η βαθιά αγάπη που έτρεφα και τρέφω για τη λογοτεχνία, με κάνει να πιστεύω πως υπάρχει χώρος για αυτήν. Υπάρχουν σπουδαία, θηριώδη θεατρικά έργα – αυτό είναι γεγονός. Παρόλα αυτά η λογοτεχνία είναι δικό μου αγαπημένο είδος και επειδή διαβάζω αρκετά, όσο προλαβαίνω δηλαδή, νιώθω πως μου δίνει τη δυνατότητα να δω μια ταινία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Μου ανοίγει ίσως περισσότερους δρόμους, όχι πως δε συμβαίνει αυτό και με θεατρικά. Απλώς εγώ  προτιμώ τη λογοτεχνία, είναι μια δική μου εμμονή.

Στην ερώτηση «ποιους ρόλους ονειρεύεστε να παίξετε» εγώ απαντώ με λογοτεχνία- τον «Ηλίθιο»και το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος». Δύο αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα. Για μένα μαζί με το «Η αδερφή μου» του Ζουμπουλάκη είναι τα τρία βιβλία που κατάφεραν  να με αγγίξουν βαθιά. Το ένα συνέβη, εύχομαι και τα άλλα δύο να γίνουν κάποια στιγμή.

Η επιληψία της ηρωίδας δεν αποτυπώνεται ρεαλιστικά- η παράσταση δεν έχει ρεαλιστική μορφή, αν μπορούμε να την  εντάξουμε κάπου. Δεν αποτυπώνεται η αρρώστια αυτή καθεαυτή. Η Γιούλα Ζουμπουλάκη ήταν επιληπτική και μάλιστα είχε βαριάς μορφής επιληψία. Βέβαια δεν πέθανε από αυτό, πέθανε από καρκίνο.

Η ηρωίδα της παράστασης είναι η Γιούλα. Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Η αφήγηση δηλαδή γίνεται από τον ίδιο το συγγραφέα, το Σταύρο Ζουμπουλάκη. Μεταφέρει το αίσθημα που ένιωσε μετά την κηδεία της αδερφής  του. Ο σκηνοθέτης της παράστασης, λοιπόν, προσπάθησε να μεταφέρει όλο αυτό σκηνικά, την ηρωίδα μέσα από έναν άλλο κόσμο όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή, μέσα από την άλλη ζωή. Αλλά και το πώς βλέπει η Γιούλα Ζουμπουλάκη το κείμενο αυτό που έγραψε ο αδερφός της αμέσως μετά την κηδεία της. Αυτό κάνουμε στην παράσταση. Υπάρχει η Γιούλα Ζουμπουλάκη, όχι όμως ως Γιούλα που έζησε την αρρώστια της, αλλά ως αυτή που ακούει τον αδερφό της Σταύρο να λέει αυτό το κείμενο. Κι αυτό δεν είναι ρεαλιστικό, δε μπορεί να είναι ρεαλιστικό. Το λέω αυτό, γιατί έχει μια σημασία. Δεν υπάρχει αμιγώς ρεαλισμός στην παράσταση.

Η Αγγλικανική Εκκλησία είναι ένας πολύ ωραίος χώρος. Έχει το μυστήριο το θεολογικό, που υπάρχει ως στοιχείο και στο κείμενο. Υπάρχουν αποσπάσματα δηλαδή που έχουν να κάνουν με το μυστήριο της θεολογίας, αλλά κι αποσπάσματα από σπουδαίους στοχαστές/φιλοσόφους του 20ου αιώνα, όπως η Σιμόν Βέιλ κι ο Εμμανουέλ Λεβινάς. Το βιβλίο, όμως, μεταφέρει και το μυστήριο της αγάπης. Κι εμείς προσπαθούμε να συγκεράσουμε ένα τρίτο μυστήριο, αυτό του θεάτρου. Κι ο χώρος που επιλέχθηκε θεωρώ ότι τα εμπεριείχε όλα αυτά. 

Το νήμα της ζωής της ηρωίδας ξεκινά στο τέλος  της δεκαετίας του 1960, στην Αθήνα. Τότε η επιληψία ήταν ένα θέμα ταμπού, υπήρχε το στίγμα. Σήμερα, όμως, νομίζω κι ελπίζω πως αυτό έχει ξεπεραστεί. Επειδή τυγχάνει να έχω στο στενό μου περιβάλλον άτομα που έχουν εμφανίσει το νόσημα, αλλά και να έχω ένα προσωπικό βίωμα, για μένα δεν είναι ταμπού.

 

Φαντάζομαι πως είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο ή για μια οικογένεια να δεχτεί ότι ο άνθρωπός τους πάσχει από μια σοβαρή πάθηση. Όμως στο βιβλίο βλέπουμε πώς όλος αυτός ο πόνος της αρχής μπορεί να μετατραπεί σε αγάπη, καλοσύνη και στο τέλος τέλος σε χαρά. Γιατί η καλοσύνη κατά το Ζουμπουλάκη έχει ως επακόλουθο τη χαρά. Κι αυτό είναι τελικά και το νόημα του έργου. Και για μένα πια είναι ταυτόσημα, καλοσύνη ίσον χαρά. Κι αυτό είναι και το μήνυμα του χριστιανισμού ως πίστη, ανεξαρτήτως πως μπορεί να έχει ερμηνευθεί κατά καιρούς.

Πώς όμως ο πόνος μπορεί να μετατραπεί σε χαρά; Είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απάντηση, όπως πολλά άλλα. Το Σταύρο Ζουμπουλάκη αυτό το ερώτημα τον βασάνισε και φαίνεται και μέσα στο έργο αυτό. Δε νομίζω ότι δίνει απάντηση, αναρωτιέται συνέχεια μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Κι αναρωτιόμαστε κι εμείς μέσα από την παράσταση. 

Αν μπορούμε να πούμε κάτι με σιγουριά είναι πως ο πόνος καθορίζει έναν άνθρωπο. Σε αυτό συμφωνεί και το βιβλίο. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που εξηγεί υπέροχα όλο αυτό… «Δεν πιστεύω διόλου στη μεταφυσική του πόνου ούτε στην εξαγνιστική λειτουργία του. Πιστεύω μόνο ότι όποιος δεν έχει πονέσει θα γίνει μοιραία ένας ρηχός και λίγο έως πολύ ανόητος άνθρωπος. Αλλά πάλι όποιος δεν έχει γευτεί τη χαρά είναι ένας άρρωστος άνθρωπος, που μπορεί εύκολα να γίνει φθονερός, χαιρέκακος και μνησίκακος.» Σίγουρα δε σημαίνει κάτι εάν δεν έχεις πονέσει, όμως σίγουρα δεν έχεις ζήσει κι όλο το φάσμα των συναισθημάτων που εν δυνάμει μπορείς να νιώσεις. 

Δε μπορείς να περάσεις κι όλη σου τη ζωή μέσα στον πόνο ή μέσα στη χαρά, υπάρχει μια ισορροπία. Δε γίνονται με συνταγές, βέβαια, αλλά ναι μάλλον υπάρχουν και τα δύο στη ζωή μας. 

Στην ζωή δεν εξηγούνται όλα λογικά. Όταν ένα παιδί γεννιέται παράλυτο, αυτό δεν εξηγείται λογικά, είναι μια κατάφωρη αδικία. Οπότε μοιραία στερείται κάποια πράγματα… Κι αυτό είναι λίγο κάτι πέρα από τη λογική, ένα ανεξήγητο. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην περίπτωση της Γιούλας Ζουμπουλάκη. Οι κρίσεις επιληψίας εννοώ της στέρησαν ίσως κάποια πράγματα. Κι αυτό είναι μια αδικία.

Τον πόνο αυτόν που περιγράφεται στο βιβλίο δεν τον έχω νιώσει- έχω νιώσει πένθος κι απώλεια με το χαμό αγαπημένων μου προσώπων. Έχω δει γύρω μου ανθρώπους με σοβαρές αρρώστιες, όμως προσωπικά δεν το έχω νιώσει. Αυτό που έχω καταλάβει, βέβαια, είναι πως όταν σου συμβεί κάτι πολύ σοβαρό, κυρίως θέμα υγείας, καταφέρνεις κάτι που θα έπρεπε να έχεις καταφέρει νωρίτερα, να είσαι λίγο «αλλού». Να μη μεγαλοποιείς κάποια καθημερινά γεγονότα, να μη δίνεις τόση αξία στην καριέρα ή τα χρήματα, αλλά να εκτιμάς απλά καθημερινά πράγματα. Όπως λέει κι ο Ζουμπουλάκης στην αδερφή του αρκούσε το να ξημερωθεί καλά. Αυτό, νομίζω, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρουμε οι άνθρωποι που δεν έχουμε νιώσει τον πραγματικό πόνο, με την έννοια της αρρώστιας. Συνήθως στενοχωριόμαστε για αστεία πράγματα, όπως επειδή δεν έχουμε τα λεφτά για να πάμε το τάδε ταξίδι. Οι άνθρωποι που βιώνουν την οποιαδήποτε αρρώστια, όμως, δεν ασχολούνται με αυτά, το έχουν ξεπεράσει όλο αυτό. Και τελικά αυτό είναι το σημαντικό- να ξυπνάς το πρωί και να χαίρεσαι τον ήλιο που βλέπεις ή να χαίρεσαι επειδή περπατάς. Πράγματα αυτονόητα που αν τα χάσεις, τα εκτιμάς. Στην καθημερινότητά μας, όμως, δεν το αντιλαμβανόμαστε.

Σαν άνθρωποι έχουμε πολύ έντονο το αίσθημα της απληστίας και ξεχνάμε το να ζούμε το «εδώ και τώρα», τη στιγμή. Κι εγώ σαν άνθρωπος δεν το κάνω, αλλά προσπαθώ να το έχω στο μυαλό μου. Με έχει επηρεάσει πολύ και το βιβλίο αυτό. Τις στιγμές, δηλαδή, που πάω να γκρινιάξω για τα τετριμμένα, αντιστέκομαι σε αυτό. Η αντίσταση είναι ένας τρόπος να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό. Είναι ανθρώπινο το να θες να γκρινιάξεις από τη μία, αλλά από την άλλη είναι και λίγο αχάριστο.

Ο Ζουμπουλάκης ήταν έφηβος όταν έμαθε για την ασθένεια της αδερφής του. Μια ηλικία από μόνη της λίγο ζόρικη. Οπότε όταν προκύπτει ένα τέτοιο θέμα, τα πράγματα δυσκολεύουν. Κι όπως ο ίδιος έχει πει είναι ένα θέμα που τον βασάνισε πολύ και για καιρό. Αυτό είναι και κάτι που με είχε συγκινήσει βαθιά στο Σταύρο Ζουμπουλάκη. Ότι μπόρεσε ένα θέμα τόσο βαρύ, τόσο καθοριστικό για εκείνον να το μετατρέψει σε αγάπη. Που από μόνο του είναι δύσκολο πόσο μάλλον στην ηλικία της εφηβείας. Αναφέρει πως η αδερφή του τον καθόρισε σαν άνθρωπο, τίποτα άλλο δεν τον καθόρισε. Ούτε τα βιβλία, ούτε ο κύκλος του ούτε τίποτα άλλο. Κι είναι μαγικό το πώς αυτή την αντιξοότητα τη  μετέτρεψε σε αγάπη και δημιουργικότητα. Εμένα αυτό με συγκινεί βαθιά. Κι είναι κάτι που θαυμάζω, γιατί εγώ σε δικά μου ανάλογα θέματα δεν το κατάφερα.

Ευχαριστούμε πολύ τη Δώρα Στυλιανέση για το χρόνο της. Καλοτάξιδη να είναι η παράσταση.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.