Ο Θείος Άρης είδε το συγκλονιστικό «Σκοτώνουν τα Άλογα Όταν Γεράσουν»
2025-12-15
Μια καθηλωτική θεατρική εμπειρία πάνω στα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
«Αν μια παράσταση σε ωθεί να ψάξεις στο διαδίκτυο ή σε βιβλία τι ήταν αυτό που παρακολούθησες, τότε είναι μια καλή παράσταση» Δεύτερος Νόμος του Θείου Άρη.
Η θεατρική παράσταση «Σκοτώνουν τα Άλογα Όταν Γεράσουν», βασισμένη στη γνωστή νουβέλα του Horace McCoy, κατά τη γνώμη μου, πιθανότατα θα αποτελέσει την παράσταση της χρονιάς. Το είχα πει για τον «Αναρχικό» με τον Πάνο Βλάχο και για το «Καλά Εσύ Σκοτώθηκες Νωρίς» σε σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη. Τολμώ να το πω τώρα και για αυτό το έργο.
Ο Δημήτρης Καραντζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης διασκεύασαν θεατρικά τη νουβέλα που είχε γίνει και ταινία από τον Sydney Pollack το 1969. Στη συνέχεια ο Δημήτρης Καραντζιάς ανέλαβε να σκηνοθετήσει ένα θίασο από 17 αξιόλογους ηθοποιούς στη σκηνή του «Εν Αθήναις».
Ένα έργο ωμό και ανελέητο με αφορμή τους Μαραθωνίους Χορού που πραγματοποιούνταν στη «Γη των ελεύθερων και των γενναίων», στις ΗΠΑ της Μεγάλης Ύφεσης μετά το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1929. Άνθρωποι φτωχοί, με όνειρα γκρεμισμένα, απελπισμένοι, χωρίς τροφή και στέγη, έμπαιναν σε μαραθωνίους χορού που κρατούσαν εκατοντάδες ώρες. Στην ουσία, κι όσο περνούσαν οι μέρες, απλώς πάλευαν να μείνουν όρθιοι, με μοναδικό στόχο το τελευταίο ζευγάρι που θα αντέξει να κερδίσει ένα σεβαστό χρηματικό έπαθλο.
Οι διαγωνιζόμενοι μετατρέπονται σταδιακά σε ανδρείκελα, σε σώματα προς κατανάλωση, σε πλάσματα που χορεύουν μέχρι εξαντλήσεως με την ψευδαίσθηση μιας καλύτερης ζωής.
Τι μου θύμισε; Σίγουρα όλα τα ριάλιτυ σόου τύπου Big Brother αλλά και κάθε σχετικό ξεφτιλισμένο trend στα social media με μόνο στόχο τα χρήματα. Απλά, από τότε που γράφτηκε το έργο έχουν πέρασαν 100 χρόνια και βρήκαμε άλλο τρόπο να το κάνουμε.
Η παράσταση δεν είναι εύκολη. Είναι, όμως, καλό, δυνατό θέατρο. Είναι τέχνη, ακόμα και όταν -ή ίσως περισσότερο τότε- που γινόταν ενοχλητικό το θέαμα. Ο Καραντζιάς δεν κόλλησε και δεν φοβήθηκε να στήσει ένα έργο που φτάνει τις 2.5 ώρες με ένα μικρό διάλειμμα. Ειρωνεία ίσως, καθώς και τότε, στους μαραθωνίους χορού, οι συμμετέχοντες είχαν και αυτοί μικρά διαλείμματα για να «ξεκουραστούν». Επίσης, δεν λυπήθηκε τους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους χορευτές οι οποίοι «ιδρώνουν» κυριολεκτικά τις φανέλες τους.
Πανέξυπνα στημένη μέσα στο χώρο, η παράσταση χρησιμοποιεί και το φουαγιέ αλλά και τις θέσεις των θεατών. Το έργο καταφέρνει με μικρές στιγμές χιούμορ ή ατάκες των ηθοποιών να σε κάνει να γελάς χωρίς όμως η σκοτεινιά να φεύγει από τους ολοένα και πιο ταλαιπωρημένους «χορευτές». Αφού εκτός από τους ηθοποιούς-χορευτές, ακόμα και ο παρουσιαστής-διοργανωτής, και ο «Capo» (επιστάτης), αλλά και η νοσοκόμα του διαγωνισμού, όλοι κουράζονται. Δεν αντέχουν αλλά πρέπει να πουλήσουν θέαμα.
Να σημειώσω ότι στους διαγωνισμούς αυτούς ο καθένας μπορούσε να παρακολουθήσει, να ποντάρει, ακόμη και να σπονσοράρει το αγαπημένο του ζευγάρι. Αλλά τελικά, εκεί, που οι συμμετέχοντες επιζητούσαν μια θέση στο όνειρο του Χόλυγουντ, το μόνο που κατάφερναν ήταν μια χορηγία από το «Γκαράζ Ωκεανός» ή τις «Διαιτητικές Μπύρες Jonathan».
Η σωματική καταπόνηση και κυρίως η ψυχική φθορά των ηρώων αποδίδεται συγκλονιστικά. Χαρακτηριστική η σκηνή της κατάρρευσης της Χριστίνας Σαμπανίκου και της παράνοιας της Ορνέλας Λούτη. Οι χαρακτήρες φανερώνονται, οι ελπίδες γκρεμίζονται, σχέσεις γεννιούνται μέσα στην ανάγκη και πεθαίνουν από την κόπωση, όνειρα μετατρέπονται σε βάρος.
Ο Νίκος Ιωαννίδης, ως τελετάρχης, είναι μια φοβερή επιλογή. Δίνει τον τόνο σε όλη την παράσταση και το κάνει με τρομερό πάθος πάνω στη σκηνή, σκοτεινιάζει όποτε πρέπει, σκληραίνει όποτε χρειαστεί. Τη μια στιγμή, καλεί με μπρίο τους πάντες να χορέψουν για 1500 δολάρια ενώ την επόμενη στιγμή κραυγάζει όλο το μακιαβελικό σύμπαν αυτής της διαδικασίας. Θέαμα, λεφτά και μια πικρή ατάκα: «θέλουν να παρακολουθούν την ξεφτίλα σας».
Καταπληκτική η χημεία της Τριανταφυλλιάς Ταμπαλιάκη με τον Γιώργο Σεϊταρίδη καθώς κρατάνε δύο βασικούς ρόλους που ξεδιπλώνονται όλο και περισσότερο μέχρι και το τέλος. Θεωρώ ότι η Ταμπαλιάκη έχει περιθώρια να μπει ακόμα περισσότερο στο ρόλο. Έχει δυναμικό και μπορεί να σκάψει πιο βαθιά. Το λέω με αγάπη.
«Εκνευριστικά» καλός ο Αντώνης Αντωνίου στο ρόλο του βοηθού-επιστάτη, σαν σωστός «Capo» σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απίθανη η Δήμητρα Κολλά ως νοσοκόμα, σε ένα κόντρα ρόλο σε σχέση με την ευγένεια που τη διακρίνει, για όσους την γνωρίζουν από τα χρόνια του Vault. Δυνατή στον διπλό της ρόλο η Αγάπη Παπαθανασιάδου: να φοράς μάσκα αλόγου και να στηρίζεις τόσο το sexiness του μικρού αυτού ρόλου ενώ μετά να μεταμορφώνεσαι στη θεούσα Πρόεδρο της Επιτροπής Μητέρων, δεν συμβαίνει εύκολα! Τέλος, όλα τα λεφτά -κυριολεκτικά και μεταφορικά- η παρουσία της κυρίας Γιάννας Σταυράκη. Δεν λέω περισσότερα, θα καταλάβετε όταν την δείτε.
Τους υπόλοιπους ηθοποιούς: Ευάγγελο Ανδρέα Εμμανουήλ, Όλγα Θανασιά, Αλεξάνδρα Γαϊδατζή, Στέφανο Κακαβούλη, Παρασκευή Αλίρη, Νικόλα Μπράβο, Σωτήρη Μεντζέλο και Θάνο Κρομμύδα, τους αδικώ που τους βάζω μαζί σε μια παράγραφο. Η καθεμία και ο καθένας βάζουν το σημαντικό λιθαράκι τους: με ατάκες, εκφράσεις, με άψογο θέατρο κίνησης και ωραία δουλεμένες χορογραφίες της Ναταλίας Βαγενά.
Να προσθέσω ότι η αληθοφάνεια και ο ρεαλισμός του έργου, για μένα, αποτελούν ατού. Υπάρχουν ερωτικές σκηνές, σκηνές καβγά, τετ α τετ κουβέντες, ακόμη και ένας... (όχι δεν θα κάνω σπόιλερ) που αποδίδονται άψογα.
Πρέπει να αναφέρω ότι τόσο η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, όσο και οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα και της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου προσθέτουν πολλούς πόντους στο έργο. Παρομοίως τα «αμερικάνικα» σκηνικά και τα ωραία κοστούμια του Γιώργου Λυντζέρη.
Μην μείνετε στην επιφάνεια. Το έργο σκοτεινιάζει μετά το διάλειμμα. Απαιτεί υπομονή και πιστεύω ότι στο τέλος, παρά τη διάρκειά του, θα σας αποζημιώσει και θα σας βάλει σε δύσκολες σκέψεις.Το θέατρο παραμένει ένα εργαλείο πολιτικό όσο και παιδευτικό. Και το συγκεκριμένο έργο μέσα από τα λόγια και τα σώματα των συντελεστών και των ηθοποιών, χωρίς να είναι βαρετά διδακτικό, μιλάει για μεγάλες αλήθειες. Ο ανταγωνισμός, η εκμετάλλευση, η τραγικότητα όσων κάποτε χόρευαν στα όρια του θανάτου μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν στον κόσμο -τι τραγική ειρωνεία αυτή η συνειδητοποίηση- δεν διαφέρουν από όσους «χορεύουν» στο ταψί άλλων. Εκείνους που μένουν στο σπίτι άρρωστοι αλλά εργάζονται με το λάπτοπ, τους ντελιβεράδες μέσα στη βροχή, όσους αισθάνονται ένοχοι ακούγοντας σχόλια στη δουλειά επειδή φεύγουν καθώς τα παιδιά τους σχολάνε στις 4 στο ολοήμερο, έχουν burnout από τις ατελείωτες ώρες εργασίας.
Και κάτι λαστ μπατ νοτ λιστ. Το κοινό της παράστασης είχαμε διττό ρόλο. Από τη μία παρακολουθούσαμε τη σκηνοθετική ματιά του Καραντζιά και από την άλλη, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, γινόμασταν το αδηφάγο αμερικανικό κοινό του μαραθωνίου χορού. Εκείνο που χειροκροτάει όποτε του πουν, επιζητά από τους χορευτές να αντέξουν λίγο ακόμη, να σωριαστούν λίγο πιο θεαματικά, να εξαντληθούν μέχρι τέλους. Πόση ευθύνη έχουμε τελικά ως... φιλοθέαμον κοινό; Το θέαμα δεν τελειώνει στη σκηνή. Παίρνει σχήμα και μορφή στο βλέμμα μας. Επειδή όσο γουστάρουμε να καταναλώνουμε ιστορίες ανθρώπων στα όριά τους, όσο ζητάμε ένταση, πόνο, αντοχή, ίντριγκα, όσο ρουφαμε ζωή μέσα από τους κάθε λογής «χορευτές»που διαλύονται, τόσο υποστηρίζουμε τον μηχανισμό που τους έβαλε εξαρχής στο «χορό».
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο αν «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν» (ή ακόμη και πριν γεράσουν) αλλά πόσο πρόθυμα στεκόμαστε γύρω από την πίστα και απολαμβάνουμε να μετράμε τα βήματα και τις ανάσες τους μέχρι να καταρρεύσουν.
Υ.Γ. Επειδή με ρώτησαν. Ο πρώτος νόμος του Θείου Άρη είναι «Αυτός που έρχεται τελευταίος στην παράσταση και σηκώνει όλη τη σειρά είναι αυτός που θα ανοίξει κινητό, θα μιλάει με τον διπλανό ή θα κάνει εκνευριστικούς θορύβους».
Όλες οι πληροφορίες για την παράσταση βρίσκονται εδώ.