Είδαμε: «Τρεις αδερφές» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά / Στη Μόσχα μετ' εμποδίων

Είδαμε: «Τρεις αδερφές» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά / Στη Μόσχα μετ' εμποδίων

Το τεσσάρων πράξεων θεατρικό δράμα του Τσέχοφ, γραμμένο το 1900, διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας που δεν κατονομάζεται. Επί της ουσίας είναι έργο έντονου ψυχισμού, καθώς αναφέρεται στη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών κατά την αναζήτηση ενός λυτρωτικού μέλλοντος. Τρεις νεαρές αδερφές, η Μάσα, η Όλγα και η Ιρίνα, μαζί και ο αδερφός τους ο Αντρέι, ξεμένουν μετά τον θάνατο του στρατιωτικού πατέρα τους στο μέρος της τελευταίας του μετάθεσης, μια παράτερη πόλη της ρωσικής επαρχίας. Οι συγγενείς και οι συνάδελφοι του πατέρα τους λειτουργούν ως νησίδα της αστικής ζωής και του πολιτισμού, διατηρούν ζωντανή την ελπίδα της επιστροφής στην ιδανική πόλη των παιδικών τους χρόνων, τη Μόσχα, που φαντάζει ως Γη της Επαγγελίας. Ωστόσο, η άτυπη “ομάδα” τους σταδιακά αποδυναμώνεται και φυλλοροεί, ο χρόνος διέρχεται αμείλικτος, οι ήρωες εξαντλούνται σε φλυαρίες και όνειρα, η καθημερινότητα τελικά επιβάλλεται και τους στοιχειώνει, καμιά ανάληψη πρωτοβουλίας, ουδεμία ευθύνη για την ίδια τους τη ζωή. Επιθυμούν απλώς τη Μόσχα ως ένα φαντασιακό τόπο διαφυγής, ο συμβιβασμός, ωστόσο, τους έχει βουλιάξει στη στασιμότητα και στο παρόν. Το μέλλον φέρνει νέες ματαιωμένες προσδοκίες.

 

Το έργο του Τσέχοφ αποτελεί ένα κείμενο - σπουδή για τον ψυχισμό των ανθρώπων των αρχών του 20ου αιώνα, που αποδεικνύονται απροετοίμαστοι και αδύναμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου γίγνεσθαι. Η αλλαγή και το πέρασμα στην καινούργια εποχή φαίνεται στην πράξη μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, μάλλον ανέφικτη στην πραγμάτωσή της. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του «κωμωδία» και τους ήρωές του «αφελείς», καθώς όντες άπραγοι, εθελοτυφλούν σε προσδοκίες, ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα και τη ματαίωση που επιφέρει.

 

Παράσταση

Από τις πιο αναμενόμενες δουλειές της σεζόν και με υψηλές τις προσδοκίες. Ο Δημήτρης Καραντζάς (σκηνοθεσία) επέλεξε να δει την ιστορία ως ένα γεγονός μνήμης και αυτό είναι ενδιαφέρον στοιχείο πρωτοτυπίας. Η επιλογή όμως αυτή, όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος, αποτέλεσε και μια μεγάλη παγίδα, γιατί εξαρχής παρουσιάστηκε και η κατάληξη, εν προκειμένω ταυτίστηκε με την έναρξη: οι τρεις αδερφές εμφανίζονται από την πρώτη κιόλας στιγμή σε προχωρημένη ηλικία, κουρασμένες και απογοητευμένες από τη διάψευση των προσδοκιών, διεισδύοντας κατά καιρούς σε περιστατικά και πρόσωπα που το τσεχοφικό κείμενο “ορίζει” ως εξέλιξη, εδώ όμως λειτουργούν ως -απλά- στιγμιότυπα, χωρίς αίσθηση του ενιαίου ή μιας προσπάθειας σύνδεσης του εκ φύσεως δύσκολου κειμένου. Απουσιάζει λοιπόν η “πορεία” προς το αποτέλεσμα, το πώς φτάσαμε σε αυτό, κατ’ επέκταση ένα μεγάλο σημείο του ενδιαφέροντος, αυτό που αφορά την υπόθεση, ίσως και το πιο ουσιαστικό για τον μέσο θεατή, χάνεται πολύ νωρίς. Πώς λοιπόν θα παρουσιαστεί η σταδιακή συσσώρευση του πόνου, ο εγκλωβισμός της μονοτονίας, η διάλυση των ονείρων; Για αυτά ο σκηνοθέτης επιλέγει ένα άλλο εύρημα: την εισαγωγή πολλών  -μικρών και μεγάλων- επίπλων στη σκηνή, που κουβαλά συνεχώς και αναίτια ο θίασος -μπορεί να εκληφθεί και ως κωμική νότα, κρίνοντας και από την αντίδραση του κοινού-, τόσα πολλά που κάποια στιγμή δημιουργούν έναν υπερφορτωμένο σκηνικό διάκοσμο, ασφυκτικό, στον οποίο με δυσκολία κινούνται οι ερμηνευτές, χάνονται μέσα σε αυτόν. Το κέντρο βάρους φεύγει από πρόσωπα και χαρακτήρες, είναι εξάλλου δύσκολο να τα παρακολουθήσει κανείς καθώς σπρώχνονται, σκαρφαλώνουν, ακροβατούν, εξυπηρετώντας προφανώς τον συμβολισμό της "παγίδευσης", που εν προκειμένω παραπέμπει δύσκολα σε ψυχικές καταστάσεις και συναισθήματα, αλλά πρωτίστως σε σωματικούς περιορισμούς, που δεν είναι το ζητούμενο για την περίσταση. Εντός αυτών των πλαισίων ο θίασος -προφανώς- διεκπεραιώνει το σκηνοθετικό όραμα.

 

Αν θελήσουμε να διακρίνουμε τους πιο κεντρικούς ρόλους -όχι απλή υπόθεση, όπως διαμορφώνονται οι συνθήκες-, η Μαρία Κεχαγιόγλου υπήρξε μια εξαιρετική Μάσα, μετρημένη, ισορροπώντας σε αντιφατικά συναισθήματα, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ως Όλγα, σταδιακά αποδέσμευε τον εσωτερικό της κόσμο, αφήνοντας ελεύθερο το συναισθηματικό της φορτίο, η Αθηνά Μαξίμου, ως Ιρίνα, δε διέθετε το βάθος του ρόλου, μια απλανής έκφραση συνεχώς. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ερμήνευσε τον αδερφό Αντρέι με άνεση και σύνεση ταυτόχρονα, ενώ ο Αιμίλιος Χειλάκης ήταν η ανδρική παρουσία που ξεχώρισε, υποδυόμενος με σαφήνεια και συνέπεια τον αρχιστρατιωτικό Βερσίνιν. Και στους μικρότερους ρόλους: αξιοπρόσεκτη Νατάσα η σπουδαία ηθοποιός Σύρμω Κεκέ, συμπαθείς οι ερμηνείες των Δημήτρη Πιατά (γιατρός Ρομάνοβιτς) και Υβόννης Μαλτέζου (παραμάνα), με κάπως ωραιοπαθή εν προκειμένω διάσταση η προσέγγιση του βαρόνου Λβόβιτς από τον καλό ηθοποιό Ορφέα Αυγουστίδη. Ικανοποιητικά συμπληρώνουν τον θίασο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσιαμάτης, Νίκος Μάνεσης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη). Σε κλασικούς τόνους τα ωραία κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Το σκηνικό πανδαιμόνιο ανέλαβε η Μαρία Πανουργιά (σημειωτέον ένας πρόσθετος τοίχος κατά μήκος της σκηνής την περιόριζε κατά το ήμισυ, που σε συνάρτηση με τη σχεδόν συνεχή παρουσία όλου του θιάσου σε αυτήν και την πληθώρα των αντικειμένων, πέρα από τον συμβολικό εγκλωβισμό που εξυπηρετούσε, αποδείχθηκε για ηθοποιούς και θεατές -ιδιαίτερα των πίσω θέσεων- αντιλειτουργική ιδέα. Ωραιότατη, ωστόσο, σχεδόν ποιητική, λίγο πριν το τέλος, η εικόνα με το άνοιγμα του τοίχου και η είσοδος στον νέο κόσμο, αυτόν της εκπλήρωσης των προσδοκιών, η παραμονή όμως διαρκεί λίγο, όπως συμβαίνει και με τα όνειρα). Ενδιαφέρουσα η μουσική επένδυση του Δημήτρη Καμαρωτού.

 

Σύνολο: Παράσταση με αίσθηση έντονης, προσωπικής σκηνοθετικής ταυτότητας, με το κέντρο βάρους της να δίνει έμφαση στους συμβολισμούς και στις εντυπώσεις τους.  Αν και δεν αποκλίνει από το πρωτόλειο κείμενο, δε φεύγει κανείς με την εντύπωση ότι παρακολούθησε Τσέχοφ, αλλά μια -εκούσια ή ακούσια- προσπάθεια “υπέρβασής” του. Οι πολύ καλοί ηθοποιοί που την πλαισιώνουν θα μπορούσαν να τη “γεμίσουν” -ίσως και πιο επαρκώς-, πρωτίστως με τις ερμηνείες τους, χωρίς να είναι ανάγκη η (υπερ)φόρτωσή της με δευτερεύοντα για την ουσία στοιχεία. Η καταληκτική σκηνή λόγου χάρη, που δίνεται με απλότητα, με τις τρεις αδερφές μόνες επί σκηνής, αποδεχόμενες τη μοίρα τους, συνειδητοποιώντας τη ματαιότητα του ονείρου τους, συνοψίζοντας με άλλα λόγια την ουσία του τσεχοφικού μηνύματος, είναι μια τέτοιου είδους ένδειξη αποτελέσματος έτερης εστίασης.                          

 

Περισσότερες πληροφορίες & εισιτήρια για την παράσταση:

https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-veaki/treis-adelfes/

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.