Είδαμε: "Το τρίτο στεφάνι" του Κ. Ταχτσή, σε σκηνοθεσία Στ. Λιβαθινού // Από τη λογοτεχνία στο θέατρο: ένα εξαιρετικό παράδειγμα μεταφοράς
2025-12-17
Το Tρίτο στεφάνι είναι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, η υπόθεση του οποίου στο μεγαλύτερο μέρος εκτυλίσσεται στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Αφηγήτριες και ταυτόχρονα πρωταγωνίστριες είναι δύο φίλες, η Νίνα και η Εκάβη, που περιγράφουν το κλίμα και τις συνθήκες της εποχής μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα. Ο τίτλος σχετίζεται με τους τρεις διαδοχικούς γάμους της Νίνας. Το κείμενο, ωστόσο, διαθέτει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ ο ίδιος ο δημιουργός είχε αποκαλύψει πως ο χαρακτήρας της Εκάβης είναι βασισμένος στη γυναίκα που τον μεγάλωσε, την γιαγιά του. Για την έκδοσή του ο Ταχτσής απευθύνθηκε σε τρεις εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι όμως το απέρριψαν. Τελικά, το εξέδωσε με δικά του έξοδα (1962), χωρίς να έχει κάποια τύχη. Επανεκδόθηκε το 1970 από τις εκδόσεις Ερμής, γνωρίζοντας αυτή τη φορά μεγάλη εμπορική επιτυχία και καθιερώνοντας τον Ταχτσή ανάμεσα στους πιο γνωστούς πεζογράφους της γενιάς του. Έκτοτε έγινε ραδιοφωνική παραγωγή, τηλεοπτική σειρά, ενώ έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές και ως θεατρική εκδοχή.
Στην πηγή, δηλαδή στο ίδιο το κείμενο και την καθολική ιστορία του, στάθηκε ο Στάθης Λιβαθινός -μετά από πολλά χρόνια καταπιάνεται και πάλι με ελληνικό έργο και αποδεικνύεται ευτύχημα-, δίνοντάς μας μια σαφή αίσθηση του όλου αλλά και του πνεύματος που το διέπει. Η εκλεκτή διασκευή, που παρέλαβε από τον Στρατή Πασχάλη, δεν εστίαζε σε αποσπασματικά γεγονότα ή εμφατικά σε κάποιους μόνο χαρακτήρες, αλλά διέτρεξε με ευλάβεια το βιβλίο στο σύνολό του, “γνωρίζοντάς” το και σε έναν μη αναγνώστη. Ακολούθως και η σκηνοθεσία δεν επεδίωξε να το εκμοντερνίσει, οδηγώντας πιθανόν σε αποδόμηση ή παραποίηση, ακόμα και αν στην αρχή έδωσε την εντύπωση μιας συντηρητικής οπτικής - απλής αφήγησης. Αντίθετα, το προέκρινε, αφήνοντας τους ήρωες να ξεπηδούν από τις σελίδες και να (ανα)διηγούνται την ιστορία. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει κέντρο βάρους και παρακολουθούμε απλώς μια εξιστόρηση. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Εκάβη -και λιγότερο η Νίνα- και γύρω από εκείνην υφαίνεται ο ιστός της δράσης, λειτουργώντας ως ραχοκοκαλιά όλης της παράστασης. Και πάραυτα αναφερόμαστε στη μεγαλειώδη ερμηνεία της Μαρίας Σαββίδου (Εκάβη), παρούσα επί σκηνής σχεδόν στο σύνολο της παράστασης. Στο σκηνικό της εκτόπισμα αντικατοπτρίζονται τα στάδια της αλλαγής, όχι μόνο μιας γυναίκα του τότε, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας. Αναταραχές, ανατροπές, ο πλούτος που περνάει από τα χέρια και χάνεται, η φτώχεια, ο αγώνας της επιβίωσης, οι ανισότητες, η κακοποίηση, η γυναικεία ανοχή, η ελπίδα. Παρουσία κυρίαρχη και καθηλωτική, ένα πρόσωπο με καρδιά, συνεχώς εντός μιας “μάχης”, που συμπορεύεται με τους πρωταγωνιστές του κάθε κεφαλαίου - διαφορετικούς τύπους της κοινωνίας (τον πατέρα-αφέντη, τον μεγάλο γιο, που σηκώνει τα οικογενειακά βάρη, τον μικρότερο, που ξεπερνά τα όρια, τη μεγάλη κόρη, πιστή στην οικογένεια, τη μικρότερη, την πλέον ασυμβίβαστη), ζωντανεύοντας εικόνες από λιμάνια, σταθμούς, γειτονιές, πόλεις, έρωτες, προδοσίες, απώλειες, πολέμους, την προσφυγιά, καλές και κακές οικογενειακές στιγμές, φιλίες, τη μοναξιά, ολόκληρο το σύμπαν του Ταχτσή, τη ρότα της ελληνικής ιστορίας.
Και για όλα αυτά ως σκηνικό αρκούν τρία φωτιστικά και μια καμπάνα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η δράση εκτυλίσσεται σε όλους τους χώρους του Θεάτρου Τέχνης, στη σκηνή, στους διαδρόμους, στο πατάρι, στο φουαγιέ -η μίνιμαλ αισθητική με τα ελάχιστα αντικείμενα, όπως και τα κοστούμια εποχής, είναι ιδέες της Ελένης Μανωλοπούλου-, αποδίδοντας με λιτότητα εικόνες ποιητικής γοητείας (πόσο ωραία, για παράδειγμα, οπτικοποιείται η ομοφυλοφιλική προτίμηση, με την άνοδο της σκάλας, που οδηγεί σε έναν άλλο -απαγορευμένο- κόσμο, ή εκείνη της μετακόμισης από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα). Όπως και στο βιβλίο του Ταχτσή, παρούσα είναι και η Νίνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου), μόνο που στην περίπτωσή μας μοιάζει να παρακολουθεί την ιστορία ως εξωτερικός παρατηρητής, που κατά καιρούς εμπλέκεται στη δράση, παρά πρωταγωνιστεί σε αυτή με σημαίνοντα ρόλο. Παραπέμπει περισσότερο με μια σύγχρονη γυναίκα, που αναβιώνει την ιστορία της, η μνήμη της επαναφέρει σκηνές του παρελθόντος της -στον συμβολισμό αυτό πιθανόν αποσκοπεί και η ανάδυση φωτογραφικών πορτρέτων στο τέλος-, από το οποίο ίσως να προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί. Ιδιαίτερος χαρακτήρας και αυτός του κομπέρ (Νίκος Καρδώνης), που, λειτουργώντας ως σχολιαστής, αναφέρεται στις πολιτικές σκοπιμότητες και την κακώς εννοούμενη ελληνικότητα. Εξαιρετική όλη η ομάδα των ηθοποιών, σταθερών και νέων συνεργατών του Λιβαθινού (Άρης Τρουπάκης, Στάθης Κόικας, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Λίλλυ Μελεμέ, Βασίλης Ανδρέου, Γιώργος Δάμπασης, Αντώνης Γιαννακός, Ερατώ Πισσή, Άννα Μάγκου, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Πάρης Λεόντιος, Βασίλης Ζαφειρόπουλος), λειτουργώντας ως αφηγητές ή ερμηνεύοντας χαρακτήρες αποδίδουν τον πόνο, τη θλίψη, την οργή, αλλά και την τρυφερότητα, σε πλήρη συντονισμό μεταξύ τους. Πολύ ωραία η μουσική του Μιχάλη Κωτσογιάννη, που εκτελεί ο ίδιος ζωντανά, χωρίς να γίνεται κυρίαρχη, συμβαδίζει με τα πρόσωπα και τις εξελίξεις, δημιουργώντας ατμόσφαιρα.
Σύνολο: Με μια κινηματογραφικού τύπου εναλλαγή σκηνών, φωτογραφιών που ζωντανεύουν, παρουσιάζεται ευδιάκριτα ο κόσμος του Ταχτσή. Πρόκειται για μια δουλειά ήθους και υψηλών προδιαγραφών, με ακρίβεια και ευαισθησία, χωρίς υπερβολές και εντυπωσιασμούς, με γρήγορους ρυθμούς και δυναμική. Με τη φρέσκια προσέγγισή της, με μια εξέχουσα, πληθωρική κεντρική ερμηνεία (της Εκάβης), αναδεικνύει τον διαχρονικό χαρακτήρα του Ταχτσή και την απήχηση που μπορεί να έχει στο σήμερα. Από τις παραστάσεις που ξεχωρίζουν τη φετινή σεζόν και -βέβαια- αξίζει να παρακολουθήσει κανείς.
Ταυτότητα παράστασης: εδώ / εισιτήρια: ΕΔΩ