Eίδαμε την παράσταση «Βυσσινόκηπος» στο Θέατρο Θησείον

Eίδαμε την παράσταση «Βυσσινόκηπος» στο Θέατρο Θησείον

Οικοδομικά εργαλεία, χώμα και η φωτεινή επιγραφή «sold» τραβούν τα βλέμματα κατά την είσοδο στη θεατρική αίθουσα. Μια απαγορευτική κορδέλα οριοθετεί το σκηνικό χώρο που θυμίζει εργοτάξιο. Η βιβλιοθήκη, το γραφείο, το παιδικό δωμάτιο, χώροι αναμνήσεων και μνήμης, έχουν χάσει τη μεγαλοπρέπειά τους, έχουν μικρύνει πια - μεταφορικά και κυριολεκτικά (χρήση μινιατουρών για την αναπαράστασή τους). Παντού υπάρχει έντονο το στοιχείο της μετάβασης. Κι όμως εδώ, μέσα σε αυτό το ρημαγμένο μέρος ο «Βυσσινόκηπος» ξανανθίζει.

 
 

Η Λιουμπόφ, μετά από χρόνια παραμονής της στη Γαλλία, επιστρέφει με την κόρη της, Άνια, στη Ρωσία, στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Εκεί την περιμένουν η ψυχοκόρη της, Βάρια, ο αδερφός της, Λεονίντ, ο αιώνιος φοιτητής και δάσκαλος του νεκρού γιού της, Πέτια, η οικιακή βοηθός, Ντουνιάσα, και ο επιχειρηματίας, Γερμολάι. Κατά την άφιξή τους, ο Γερμολάι ενημερώνει τη Λιουμπόφ και την Άνια ότι, λόγω της δυσμενούς οικονομικής τους κατάστασης, η περιουσία τους σύντομα θα βγει «στο σφυρί» και τις προτρέπει να την πουλήσουν πριν να είναι αργά. Όμως, η Λιουμπόφ αρνείται να αποχωριστεί το σπίτι και τον αγαπημένο της βυσσινόκηπο. Η μέρα του πλειστηριασμού φτάνει και η γη περνάει στα χέρια του Γερμολάι, ο οποίος ως νέος ιδιοκτήτης θέλοντας να επενδύσει, αποφασίζει να καταστρέψει το βυσσινόκηπο, εξαφανίζοντας έτσι κάθε ανάμνηση και οδηγώντας στην εξορία τη Λιουμπόφ και την οικογένειά της.

 
 

Στην παράσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, παρακολουθούμε επί σκηνής μόνο τους εφτά ήρωες της ιστορίας, οι οποίοι διατηρούν την ανθρώπινη βάση τους, διανθίζονται με μοντέρνες προσθήκες κι έτσι επιτυγχάνεται μια πλήρως ισορροπημένη ανασύνθεσή τους εναρμονισμένη με την εποχή μας.

Η Λιουμπόφ (Δέσποινα Κούρτη) είναι συναισθηματική και αέρινη. Επιλέγει ασυνείδητα - ίσως γιατί δεν έχει μάθει αλλιώς - να ζει σε έναν δικό της κόσμο, σε μια μόνιμη αφέλεια. Μοιάζει με ένα μικρό κορίτσι που δεν έχει το σθένος να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη και υποκύπτει στις επιθυμίες της καρδιάς ακόμα κι όταν οι συνθήκες επιτάσσουν τη λογική, πληρώνοντας ακριβά αυτό το τίμημα, με οδυνηρότερη συνέπεια την απώλεια του βυσσινόκηπου, ενός πολύτιμου μέρους της νεότητας και της ευτυχίας της. Ο Λεονίντ (Κωνσταντίνος Γιουρνάς) είναι το στήριγμα της οικογένειας, αγαπητός, ευχάριστος αλλά και με προσωπικές αδυναμίες που βγαίνουν στην επιφάνεια όσο κι αν προσπαθεί να τις καταπνίξει. Η Άνια (Μαρία Δαμασιώτη) είναι μια κοπέλα καλομαθημένη, γλυκομίλητη, που στο βάθος αποζητά να απελευθερωθεί από την αδράνεια της κοινωνικής τάξης της. Η Βάρια (Νάντια Κατσούρα) είναι αυτό που λέμε ήρεμη δύναμη, ψύχραιμη, μετρημένη, υπομονετική. Ο Πέτια (Τίτος Γρηγορόπουλος) είναι τολμηρός, θαρραλέος, ένας ρομαντικός ιδεαλιστής που πιστεύει ότι θα αλλάξει τον κόσμο με τις πεποιθήσεις του. Ο Γερμολάι (Γιώργος Δικαίος) ενώ στην αρχή φαίνεται φιλήσυχος κι ευγενικός, στην προσπάθειά του να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του «χωριάτη» αποδεικνύεται δουλοπρεπής κι επιδεικνύει ένα πιο σκληρό πρόσωπο, ιδίως στους ισχυρούς, όταν καταφέρνει τον σκοπό του. Τέλος, η Ντουνιάσα (Ιφιγένεια Βαρελά) είναι συγκαταβατική, πρόθυμη και συνεχώς ανήσυχη.

Η σκηνική δράση διακόπτεται ανά τακτά διαστήματα από τον Φιρς, ένα πρόσωπο του οποίου τη φυσική ύπαρξη δεν βλέπουμε, μονάχα τον ακούμε. Μια φωνή αθώα, παιδική (σε αντίθεση με το κλασικό έργο που ο Φιρς δεν είναι παιδί αλλά ένας υπερήλικας υπηρέτης), μοιάζει να είναι η ψυχή του σπιτιού που παγώνει το χρόνο - άλλωστε οι ψυχές είναι άχρονες, δεν γερνούν - και δίνει την αίσθηση μια ανώτερης οντότητας που παρακολουθεί τα πάντα και σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις. Πρόκειται για μια αλλαγή που ανανεώνει και επαναπροσδιορίζει το συγκεριμένο χαρακτήρα.

 
 

Η σκηνοθεσία και η δραματουργική επεξεργασία της Δέσποινας Ντορίνας Ρεμεδιάκη συνδυάζουν την απλότητα και την ευαισθησία και δίνουν μια νέα πνοή στο τσεχωφικό έργο, αφήνοντας τις αλήθειες του κειμένου να αναδυθούν και να υπάρξουν σε ένα σύγχρονο τοπίο μιας ρέουσας πραγματικότητας. Την πρωτότυπη αυτή παρουσίαση πλαισιώνουν εύστοχα η μουσική του Γιαν Βαν Αγγελόπουλου που περικλείει την «ανατολίτικη νοοτροπία» που αναφέρει ο Τσέχωφ, το φροντισμένο στις λεπτομέρειες σκηνικό της Μαριλένας Καλαϊτζαντωνάκη και η ιδιαίτερη κινησιολογία της Κατερίνας Φώτη – όλοι έχουν μια συνεχή κίνηση μετατόπισης του κέντρου βάρους τους πότε μπρος και πότε πίσω σαν να περπατούν σε κινούμενο έδαφος και προσπαθούν να κρατηθούν όρθιοι (παραπέμπει σε περπάτημα στους διαδρόμους ενός πλοίου που έχει πέσει σε πολλά μποφόρ).

Μια πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση για ένα παρελθόν που χάνεται, ένα παρόν υπό μετακόμιση, ένα μέλλον που χτίζεται πάνω σε διαφορετικά θεμέλια. Κι ο βυσσινόκηπος πάντα εκεί ένα ασφαλές καταφύγιο με μια πόρτα ανοιχτή, που μας φοβίζει ο ήχος της όταν κλείνει πίσω μας έχοντας αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μας μέσα.

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε εδώ.

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.