Είδαμε: "The doctor" του R. Icke σε σκηνοθεσία Κ. Ευαγγελάτου / Ο γιατρός... ασθενεί

Είδαμε: "The doctor" του R. Icke σε σκηνοθεσία Κ. Ευαγγελάτου / Ο γιατρός... ασθενεί

Βάση του σχεδόν νεότευκτου The doctor (2019) του Robert Icke είναι το κείμενο του Arthur Schnitzler Professor Bernhardi (1912). Στη διασκευή ενυπάρχει η κεντρική σύγκρουση ανάμεσα σε έναν καθολικό ιερέα, που επισκέπτεται μια νεαρή στο νοσοκομείο για την τελευταία της εξομολόγηση και έναν Εβραίο γιατρό (άντρας στο αρχικό κείμενο), που δεν του επιτρέπει την είσοδο. Κατά κύριο λόγο έχουμε την αντιπαράθεση δύο κόσμων, της θρησκείας και της ιατρικής. Στο σύγχρονο έργο, ωστόσο, θίγονται πολύ περισσότερες παθογένειες, που αφορούν στην πολιτική των ταυτοτήτων, στον αυτοπροσδιορισμό, στην ευθανασία, στα στερεότυπα για τις κοινωνικές ομάδες, στις φυλετικές διακρίσεις, στην ανθρωποφαγία των media, στη φαινομενική παντογνωσία, στην επιβολή της εξουσίας, στην cancel culture.

 

Είναι η δεύτερη φορά που η Κατερίνα Ευαγγελάτου καταπιάνεται με έργο-διασκευή του Iche. Το 2016 είχαμε παρακολουθήσει δια χειρός της τη διασκευή του για το 1984 του Orwell, μια ομολογουμένως πολύ καλή δουλειά.

Αυτήν τη φορά η βάση μοιάζει να νοσεί. Το έργο, γραμμένο έναν αιώνα πριν, απηχεί στο σήμερα ως παλιακό. Η μεταγραφή του στο παρόν, εμπλουτισμένη με σωρεία κακών κειμένων της εποχής, δημιουργεί ένα συνονθύλευμα με έλλειψη χαρακτήρα. Είναι ένα κείμενο θρίλερ (όπως διαφημίζεται), καταγγελτικό, υπερασπιστικό, ονειρόδραμα, λίγο από όλα, ή μήπως τίποτα από αυτά; Ούτε και η σκηνική του μεταγραφή συνδράμει σε κάποια κατεύθυνση. Αποδεικνύεται κατά κύριο λόγο κειμενοκεντρική και λιγότερο με προσωπική σφραγίδα. Τίθενται πολλά, ανοίγουν ζητήματα ποικίλα, μένουν όμως εκκρεμή, μετέωρα, αναπάντητα. Κέντρο βάρους εμπράκτως δεν υπάρχει. Δεν αρκούν απλώς η παράθεση ιδεολογιών, ούτε η αντιστροφή ρόλων -κατά τη συγγραφική υπόδειξη γυναίκες να παίζουν αντρικούς ρόλους, μαύροι ηθοποιοί λευκούς (στην περίστασή μας συμβαίνει το αντίστροφο, γεγονός που αποδυναμώνει τον συμβολισμό)- για να τεθούν ουσιωδώς ερωτήματα για τις ταυτότητες και ακόμη περισσότερο οι απαντήσεις τους. Στο δεύτερο μέρος σχεδόν ξεχνάμε ό,τι μας απασχολούσε μέχρι πρότινος, η τύχη της γιατρού από μονοσήμαντη γίνεται δευτερεύουσα, χάνεται σε διαλόγους-αγώνες λόγου, περισσότερο φιλοσοφικούς -η ηθικότητα της άμβλωσης έρχεται στο προσκήνιο και μονοπωλεί-, φλύαρους, κουραστικούς, η δράση απουσιάζει, για να καταλήξουμε σε ένα φιλοσοφικό κρεσέντο. Γενικώς, η σκηνική κίνηση δεν είναι στο φόρτε της. Όλα εξελίσσονται σε ένα minimal σκηνικό (Εύα Μανιδάκη), γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, μιας κλινικής κατά την ομαδική παρουσία, ενός σπιτιού στις πιο προσωπικές στιγμές και σε εκείνες της ενδοσκόπησης. Ακούμε πολλά και διαφορετικά αλλά βλέπουμε κάτι που παραμένει ίδιο. Μια συνθήκη στατική έχει δημιουργηθεί. Οι οξείς, γρήγοροι διάλογοι δεν αρκούν για να την ανατρέψουν. Η σκηνή-συζήτηση λόγου χάρη για την πρόταση δυσπιστίας πλατειάζει.

 

Ασφαλώς εντοπίζονται καλά στοιχεία. Η μετάφραση της Κατερίνας Ευαγγελάτου είναι ρέουσα, ανοίγει το κείμενο στο ευρύ κοινό, γεγονός σημαίνον αν αναλογιστούμε το φιλοσοφικό κατά κύριο λόγο υπόβαθρο, ότι έχουμε πρωτίστως μια σύγκρουση -και επιχειρηματολογία- γύρω από αρχές. Η ερμηνεία της Στεφανίας Γουλιώτη, ως άκαμπτης, ψυχρής γιατρού είναι πλήρης, μεστή, άρτια. Μπορεί να θεωρηθεί μια ιδανική και αξιόπιστη επιλογή για την προσωποκεντρική διάσταση του ρόλου κατά το σκηνοθετικό όραμα. Ένας χαρακτήρας δυναμικός, που δεν αλλοιώνεται, αποκαλύπτει την ψυχοσύνθεσή του εξαρχής, δεν εξελίσσεται, τον παρακολουθούμε απλώς -και εν προκειμένω απολαμβάνουμε τη σκηνική του υπόσταση-. Οι ανδρικές ερμηνείες (Νίκος Χατζόπουλος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Σταύρος Καλλιγάς) ήταν εντός κλίματος, συγκροτημένες με συνέπεια, υπερτερούσαν από τις γυναικείες (Κίττυ Παϊταζόγλου, Μαριάννα Δημητρίου, Αμαλία Νίνου, Ζωή Ρηγοπούλου, Νίκη Σερέτη, Αλίκη Ανδρειωμένου, Aurora Marion), επισημαίνεται, ωστόσο, το δυσκολότερο του εγχειρήματος, καθώς η πλειοψηφία υποδυόταν ανδρικούς ρόλους, κατά προέκταση και η ευπιστία ήταν υπόθεση απαιτητική. Ταιριαστά, εντός αυστηρού ύφους, τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου έδωσαν νότες σασπένς.       

 

Σύνολο: Μια δυνατή πρωταγωνιστική παρουσία σε μια παράσταση ασφαλών σκηνοθετικών επιλογών, πρόταση που τελικά αποδεικνύεται “ήρεμη”.  

 

Ταυτότητα παράστασης: ΕΔΩ

Εισιτήρια: εδώ

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.