Είδαμε: "Στρέλλα" στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή / Μετά τον "συμβολισμό" τι;

Είδαμε: "Στρέλλα" στην Εναλλακτική Λυρική Σκηνή / Μετά τον "συμβολισμό" τι;

Η πετυχημένη πορεία της Στρέλλας, μιας ανεξάρτητης κατεξοχήν queer παραγωγής του 2009, η οποία αρχικά δυσκολεύτηκε να κυκλοφορήσει εξαιτίας των ομοφοβικών δισταγμών που δημιουργούσε και κατ’ επέκταση της αβέβαιης τύχης της στο κοινό, ήταν αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: των διθυραμβικών σχολίων από το εξωτερικό -από την πρώτη της κιόλας προβολή στο Βερολίνο- της διανομής που εύκολα εξασφάλισε στο εξωτερικό, της διασεξουαλικής πρωταγωνίστριας, του αντεστραμμένου οιδιπόδειου που ερεθίζει τον θεατή, της στήριξης από τον Τύπο με τα αντίστοιχα αφιερώματα, της πληθώρας βραβείων από τη νεότευκτη Ακαδημία Ελληνικού Κινηματογράφου. Με την ταινία αυτή ο Πάνος Χ. Κούτρας (στο σενάριο σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη) αμφισβητεί με τόλμη την ετεροσεξουαλικότητα. Ο πατέρας-εραστής Γιώργος, μετά από 14 χρόνια στη φυλακή, έρχεται σε κάθε είδους επαφή -αρχικά εν αγνοία του, εν συνεχεία έχοντας επίγνωση- με τον γιο-τρανς. Στο πλαίσιο αυτό φωτογραφίζεται η κοινωνία των τρανς, με αληθινές τρανς να συμπρωταγωνιστούν (και την υπέροχη Μίνα Ορφανού στον ομώνυμο ρόλο), δίνοντας έτσι μέσα από περιστατικά χαρμολύπης τη δική τους αίσθηση και αισθητική για τον κόσμο. Οι χαρακτήρες αυτοί δεν λειτουργούν ως θηλυκές καρικατούρες αλλά ως ένας τύπος γυναικών με τη δική τους καθημερινότητα, που σε πολλά σημεία ταυτίζεται με την εικόνα της θηλυκής νόρμας. Η πρωταγωνίστρια Στρέλλα έχει ένα σώμα που ποθεί, θέλει να αυτοδιαχειρίζεται, διεκδικεί νέους τύπους απόλαυσης, που παρεκκλίνουν από τις κοινωνικές και ιστορικές καθιερώσεις, από τις συνήθεις προσωπικές και οικογενειακές -επίπλαστες πολλές φορές- μορφές ευτυχίας. Όλη η πορεία της μοιάζει να είναι ένας αγώνας αφαίρεσης ρόλων και μετατροπής τους σε κάτι άλλο. Θέλει, λόγου χάρη -και το καταφέρνει στο τέλος- να απεκδυθεί τον ρόλο του γιου, να γίνει ερωμένη και να καταλήξει σύντροφος. Το ίδιο διαπιστώνουμε και με τον έτερο ήρωα. Στον δικό του αγώνα αρχικά προσπαθεί να απεμπλακεί από το παρελθόν που τον έκρινε ένοχο, στη συνέχεια απεκδύεται την αποκλειστικά γυναικεία έλξη, τελικά παραμερίζει και τον ρόλο του πατέρα, για να μπορέσει να αντικρύσει με διαφορετικό τρόπο τον πρώην γιο του Λεωνίδα, νυν σύντροφό του Στρέλλα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αμφότεροι οι ήρωες δεν αντιλαμβάνονται την τραγικότητα και το αδιέξοδο. Τα αντικρίζουν, ωστόσο, περισσότερο ως αποτέλεσμα μιας σύναψης σχέσεων, κοινωνικά καθιερωμένων, που θα μπορούσαν να ανατραπούν. Αντί, λοιπόν, να έχουμε μια, πιθανόν περισσότερο αναμενόμενη, τραγική κατάληξη ως αποτέλεσμα της λύσης του οιδιπόδειου -ίσως με έναν καθαρτήριο φόνο ή/και μια αυτοκτονία, όπως μπορεί να υποθέταμε ότι θα συμβεί-, τα οικογενειακά πάθη ανατινάζονται, βρίσκεται μια άλλη λύση -εύστοχα ο Παπανικολάου (2018)* την ονομάζει «νέα οικογένεια»-, σε ένα καινούργιο σπίτι, που το μοιράζονται ποικίλα πρόσωπα. Ο πατέρας και σύντροφος Γιώργος ευχαριστεί τον γιο και σύντροφο πια Στρέλλα, γιατί τον έκανε να τον αγαπήσει με όλους εκείνους τους τρόπους που μπορεί ένας πατέρας να αγαπήσει το παιδί του. Η πολυσήμαντη και συγχρόνως συμβολική αυτή φράση μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα σχόλιο στα όρια που θέτουν ακόμα και βασικότατοι κοινωνικοί ρόλοι. Ακολούθως και η παράξενη, νέα, ανοικτή σε ποικίλες οπτικές, συμβίωση που ακολουθεί αποτελεί ένα ειρωνικό βλέμμα σε ό,τι κατεστημένο θεωρείται οικογένεια.

 

Η παράσταση

H -από κάθε άποψη- εμβληματική ταινία μετατράπηκε για την περίσταση της Λυρικής σε όπερα δωματίου, ανατιθέμενη στον συνθέτη Μιχάλη Παρασκάκη. Ο ντόρος ξεκίνησε από τις οντισιόν κιόλας, όταν ακυρώθηκε η αρχική επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο (Γ. Ιατρού) και έχοντας προηγηθεί ως αντίδραση για τη μη επιλογή τρανς γυναίκας για τον ρόλο αυτό η παραίτηση της συμβούλου παραγωγής Κάθριν Ράιλι. Εν τέλει οι ακροάσεις συνεχίστηκαν -διευρύνθηκαν μέχρι εξαντλήσεως ανευρέσεως γυναίκας-τρανς κατά το επίσημο ανακοινωθέν της  Λυρικής- και ο ρόλος της Στρέλλας ανατέθηκε στην τρανς τραγουδίστρια Λέττα Κάππα, μια κίνηση με συμβολική σημασία, αφού άνοιξε την πόρτα της Λυρικής δικαιωματικά και ισότιμα και στις τρανς καλλιτέχνιδες. Ο Παρασκάκης, δημιούργησε μια εύχαρι, ζωηρή μουσική σύνθεση. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή κλήθηκε να ανταποκριθεί σε μια σύνθετη συνθήκη, την πιο ριψοκίνδυνη σε ό,τι αφορούσε την παράσταση: πώς θα πετύχει στο νέο πλαίσιο του έργου μη λυρικές φωνές να αποδώσουν τη λυρική του ανάγνωση, δυσκολία που αφορούσε πρωτίστως τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Για τον λόγο αυτό η "λύση" που εφευρέθηκε ήταν να δοθεί βαρύνουσα σημασία στο φαντασιακό alter ego της Στρέλλας, την Μαρία Κάλλας, που για την περίσταση ερμηνεύει η λυρική τραγουδίστρια Αναστασία Κότσαλη. Μόνο που δημιουργήθηκε το εξής παράδοξο, το ίνδαλμα-σκιά έγινε ο κύριος χαρακτήρας, με μια αλμοδοβαρικού τύπου λειτουργία: Η Στρέλλα-Κάππα κινείται, γδύνεται, κάνει έρωτα, γελάει, κλαίει αλλά…ως επί το πλείστον είναι άλαλη. Μιμείται καθ' ομοίωση τη Στρέλλα, αφού τον χαρακτήρα αυτό εξωτερικεύει, τουλάχιστον συναισθηματικά, η Κάλλας- Κότσαλη, που λειτουργεί ως "υποβολέας" της βασικής ηρωίδας. Μεμιάς έχουμε την πλήρη αυτοακύρωση του κύριου ρόλου, της αξίας, του συμβολισμού του, ακόμα και της φασαριόζικης επιλογής που προηγήθηκε για αυτόν, αφού ό,τι είναι ή ό,τι εκπροσωπεί η Στρέλλα παρουσιάζεται τελικά από ένα “ξένο” σώμα. Εφόσον προκρίθηκε -και διαφημίστηκε αντιστοίχως- η επιλογή της συμβολικής σημασίας, αυτή έπρεπε να υποστηριχτεί πλήρως, ψυχή και σώματι και όχι να δοθεί μια “λύση” μερική, ημίμετρη, “μειώνοντας” καταληκτικά τον μύθο «Στρέλλα». Στην αντίθετη περίπτωση, της ουσιαστικής δηλαδή -και όχι απλώς συμβολικής- πρωταγωνίστριας Λέττας Κάππα, κανείς -θαρρώ- δεν θα έσπευδε να εστιάσει σε φωνητικές αδυναμίες και ατέλειες. Στις στιγμές που αφέθηκε “ελεύθερη” από το μόνιμο σχεδόν φάντασμα της Κάλλας στάθηκε αξιοπρεπώς, ακόμα και σε πιο τραγουδιστικές αποδόσεις. Εν ολίγοις θα έπρεπε να υπάρξει, για τους πολλούς και ποικίλους λόγους που προαναφέρθηκαν, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην καθαυτή, την αυθεντική Στρέλλα, στην αυτόνομη εκδοχή της, με τις όποιες ενδεχομένως αδυναμίες κατά το ξεδίπλωμά της. Εξάλλου, η κινηματογραφική ηρωίδα -η σύγκριση μαζί της είναι αναπόφευκτη από τον κάθε θεατή- δεν έχει τίποτα το επιτηδευμένο, είναι απλή, γοητεύει μέσα από την αφέλεια, ακόμα και από τα λάθη της.

 

Παρά ταύτα η παράσταση στο σύνολό της δεν αφορίζεται, διαθέτει καλά στοιχεία. Κατά πρώτον το λιμπρέτο της Αλεξάνδρας Κ, εξαιρώντας τον κεντρικό ρόλο, ακολούθησε με αφοσίωση τη δομή της ταινίας, επιτρέποντας στους γνώστες της να αναγνωρίσουν όλες σχεδόν τις παροιμιώδεις στιγμές της. «Εγώ πήρα το αριστοτεχνικό σενάριο του Πάνου Κούτρα και του Παναγιώτη Ευαγγελίδη και το μόνο που έκανα ήταν να το μοντάρω με τρόπο θεατρικό, με στόχο να μη χαθεί ούτε μιλιγκράμ απ’ τους χυμούς του. Η Στρέλλα έχει χτυπητά χρώματα, έχει υψηλές θερμοκρασίες, έχει μελόδραμα, έχει μεγάλες χειρονομίες από μεγάλους ήρωες. Μ’ αυτά τα υλικά δεν παίζουμε (αν μη τι άλλο γιατί στις μέρες μας είναι σπάνια)», σημειώνει χαρακτηριστικά η Αλεξάνδρα Κ και αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετική θα ήταν η παράσταση αν οι συλλογισμοί της τύγχαναν και συνολικής, επί του πρακτέου, σύμπνοιας. Στους λοιπούς συμπρωταγωνιστικούς ρόλους εξαιρετική η Αναστασία Κότσαλη, ως πολύ παραπάνω από τη Μαρία Κάλλας που κλήθηκε να ενσαρκώσει, με φωνητική έκταση και σκηνική άνεση. Συμπαθής η ερμηνεία του Διονύση Τσαντίνη, απαιτούσε ωστόσο μεγαλύτερη δυναμική και αποφασιστικότητα η περίσταση. Αν και συγκριτικά με σύντομη παρουσία τις εντυπώσεις κερδίζει η ντραγκ περφόμερ Νίνα Νάη (αρχική επιλογή για τη Στρέλλα), διαθέτει όλο το πακέτο της λυρικής-pop ερμηνείας, ο καθείς στο είδος του κατά τη λαϊκή σοφία, στην περίπτωση, πέρα από λόγος, αποδεικνύεται και στην πράξη. Χωρίς να είναι φορτωμένο το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη είναι άνετο και λειτουργικό. Ομοίως τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη βρίσκονται εντός κλίματος.

 

Σύνοψη: Είναι μια παράσταση, πρωτότυπη εκ φύσεως ως εγχείρημα, που δεν περνάει απαρατήρητη ή αδιάφορη, με εμφανή την προσπάθεια που έχει γίνει σε όλα τα επίπεδα. Θα την σκεφτεί κανείς για τους όποιους, ποικίλους λόγους και αυτό αποτελεί ένα μεγάλο της κέρδος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς νέοι δημιουργοί του σήμερα προσεγγίζουν ορόσημα -φιλμικό εν προκειμένω-, αναζητώντας τρόπους συνομιλίας μαζί τους. Και αυτό, με τον όποιο τρόπο και αποτέλεσμα, φέρει την εξέλιξη.

 

*Παπανικολάου Δημήτρης, Κάτι τρέχει με την οικογένεια, Πατάκης, Αθήνα 2018.

 

 

Ταυτότητα παράστασης (όλα τα εισιτήρια είναι εξαντλημένα)

https://www.debop.gr/events/i-strella-erxetai-stin-enallaktiki-skini-tis-els

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.