Είδαμε: «Σπιρτόκουτο-The Musical» σε σκηνοθεσία Γ. Νιάρρου / Τραγουδώντας την τοξικότητα

Είδαμε: «Σπιρτόκουτο-The Musical» σε σκηνοθεσία Γ. Νιάρρου / Τραγουδώντας την τοξικότητα

Αν το κινηματογραφικό Σπιρτόκουτο (2002) θεωρήθηκε εμβληματική ταινία για την ιστορία του εγχώριου σινεμά, αντίστοιχη θα μπορούσε να κριθεί και η μετεξέλιξή του σε μιούζικαλ, ένα εγχείρημα που μπορεί ακόμα και ως σύλληψη να φαντάζει παράτολμο, το σκηνικό αποτέλεσμα όμως το δικαιώνει.

 

Η ιστορία της μουσικής εκδοχής λίγο-πολύ κοινή στα σημεία της με ό,τι είχε προβληθεί στη φιλμική εμφάνιση: ένα καλοκαίρι στον Κορυδαλλό, ο Μήτσος, ιδιοκτήτης ενός λαϊκού cafe, αποφασίζει να μετατρέψει το μαγαζί σε piano bar. Η ιδέα του θα βρει αντίθετη τα μέλη της οικογένειας του, διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, η γυναίκα του Μαρία, που σε μια έξαρση της μόνιμης αντιδικίας τους θα του αποκαλύψει ότι η κόρη τους έχει άλλο πατέρα, ο κακομαθημένος γιος με τις σεξουαλικές παρορμήσεις, η αναιδής κόρη που δεν γνωρίζει από όρια. Το κρεσέντο των βασικών -εκρηκτικών- χαρακτήρων συμπληρώνεται από τον Γιώργο, κουνιάδο και συνέταιρο του Μήτσου, αλλά και από μια αλλοπρόσαλλη περσόνα, τη θεούσα ξαδέρφη Μαργαρίτα. Η ιστορία λοιπόν αφορά μια μικροαστική οικογένεια ενός λαϊκού προαστίου, με την ένταση ανάμεσα στα μέλη της όχι απλώς να υποβόσκει, αλλά συχνά η εκδήλωσή της να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ασφαλώς αρκετές σκηνές από την ταινία έχουν συμπτυχθεί στο γενικότερο κλίμα καταβαράθρωσης των πάντων, που αποπνέουν τα τραγούδια του πολλαπλά ταλαντούχου Γιάννη Νιάρρου (ταυτόχρονα στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα εδώ), όπου με τη σύμπραξη του Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, έδωσε αναμφισβήτητα μια ευφάνταστη και διόλου επιπόλαια δουλειά. Στην περίπτωση οι βρισιές αποσυμπιέζονται με τη δύναμη της μουσικής, η βαρύτητα των ηχηρών λόγων μεταμορφώνεται σε εύθυμα τραγούδια, που εν τέλει φέρουν χαμόγελα.

 

Δεν μιλάμε ασφαλώς για επιστροφή στο κινηματογραφικό παρελθόν, αν και εμφανώς ενυπάρχει σε ό,τι παρουσιάζεται, αλλά για άνοιγμα στο μέλλον, στη φρέσκια ιδέα. Είναι μια δουλειά που θα ήταν ίσως περιοριστικό να ενταχθεί σε ένα μόνο είδος. Είναι πολλά είδη μαζί, που αναμειγνύονται επιδέξια μεταξύ τους, δεν προκρίνεται κάποιο σε βάρος άλλου, ούτε διακρίνεται η εναγώνια προσπάθεια να της αποδοθεί μια ταυτότητα μόνο, που προφανώς και θα την περιόριζε ως προς την ανοιχτότητά της. Στο πλαίσιο αυτό ο προσδιορισμός της ως musical -αν δεν λειτουργεί και αυτός ως παρωδία της αρχικής δημιουργίας, όπως αρκετές φορές μας δημιουργήθηκε η σχετική αίσθηση- ίσως της στερεί την ποικιλία που διαθέτει, το άνοιγμα που κάνει σε πολλά θεατρική είδη, προ(σ)καλώντας και το κοινό να τα γνωρίσει από μια άλλη οπτική, περισσότερο ρεαλιστική, στα όρια του σαρκαστικού, ανατρεπτική, λιγότερο ωραιοποιημένη. Είναι μεν μια “αυθόρμητη” δουλειά, πηγαία εμπνευσμένη, τίποτα όμως δεν είναι αφημένο στην τύχη του, σίγουρα αποτελεί σπουδαία περγαμηνή για την παρθενική εμφάνιση του Γ. Νιάρρου στον χώρο της σκηνοθεσίας.

 

Ο Γιάννης Αναστασάκης, ταιριαστός στον ρόλο του Μίμη, του πατέρα που αμφισβητείται και εκδικείται, έχει την απαιτούμενη πυγμή για να θεωρηθεί άξιος διάδοχος του κινηματογραφικού προκατόχου. Εντυπωσιαστήκαμε από τις φωνητικές ικανότητες του βαρύτονου Μάριου Σαραντίδη, που υποδύεται τον κουνιάδο και συνέταιρο του πρωταγωνιστή. Η Αγορίτσα Οικονόμου, σπουδαία ηθοποιός, ξεχωρίζει, κερδίζοντας το στοίχημα από την εμφάνισή της κιόλας με το βαρύγδουπο περπάτημα. Υποταγμένη μέχρι στιγμής σύζυγος δείχνει αποφασιστικότητα, έτοιμη να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ρεσιτάλ από τον Γιώργο Κατσή με ξεκαρδιστικές προεκτάσεις, η αίσθηση του ρόλου του- καρικατούρα αναδεικνύεται από νωρίς, ενδεχομένως δεν ήταν απαραίτητη η τόση επαναληπτικότητα των στοιχείων προς την κατεύθυνση αυτή. Ικανοποιητική η Νάνση Σιδέρη με την αυθάδεια του ρόλου, ιδιαίτερη, αξιοπρόσεχτη και με το δικό της στίγμα η κωμική νότα της Δάφνης Δαυίδ, που υποδύεται την έγκλειστη σε ντουλάπα θεούσα θεία. Ο Απόστολος Ψυχράμης εμφανίζεται με τη διάσημη φράση «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» και εν συνεχεία θα εξωτερικεύσει με επιτυχία τις ρατσιστικές καταβολές. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, ομοίως εμπνευσμένο το σκηνικό της Εύας Γουλάκου, με την όψη πολυκατοικίας, όπου με τον κόκκινο φωτισμό της από τον Νίκο Βλασόπουλο παραπέμπει σε κόλαση, σε έναν χώρο που τα πάθη και τα παθήματα είναι αλληλοδιαδεχόμενα. Η εννιαμελής ορχήστρα με τις live μουσικές συντελεί τα μέγιστα στη διαμόρφωση του εκρηκτικού -από κάθε άποψη- κλίματος.

 

Σύνολο: Όπως είχε δηλώσει η Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου, το τωρινό Σπιρτόκουτο δεν είναι ούτε όπερα, ούτε ακαδημαϊκό λυρικό τραγούδι, απώτερη προσδοκία του ήταν να φέρει στη Στέγη άτομα που δεν είχαν περάσει ποτέ μέχρι σήμερα το κατώφλι της. Αν μη τι άλλο, το αποτέλεσμα δικαιώνει τον σκοπό του και με το παραπάνω, καθώς έχουμε την περίπτωση μιας φρέσκιας πρότασης, ανατρεπτικής εκ φύσεως, γρήγορου ρυθμού στην αναδημιουργία της, αντισυμβατικού αποτελέσματος, που δεν σχετίζεται με ταμπέλες, αλλά περισσότερο απηχεί τον παλμό και την ένταση της εποχής, κλείνοντας -με εντιμότητα- το μάτι σε ευρύ κοινό.

 

Διαβάστε όλες τις λεπτομέρειες για την ταυτότητα της παράστασης εδώ.
Εισιτήρια εδώ.

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.