Είδαμε "ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ – Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ" σε σκηνοθεσία Λ. Κιτσοπούλου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών / Προς αναζήτηση του "Τέρατος"

Είδαμε "ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ – Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ" σε σκηνοθεσία Λ. Κιτσοπούλου στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών / Προς αναζήτηση του "Τέρατος"

To ότι η Λένα Κιτσοπούλου αποτελεί ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο κεφάλαιο για τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία είναι γεγονός. Γνωστό είναι επίσης ότι ως επί το πλείστον καταπιάνεται με τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της εποχής. Με αφόρμηση τη νουβέλα Φρανκενστάιν (1818) της Αγγλίδας Μαίρη Σέλεϊ, η οποία διηγείται την ιστορία ενός νεαρού φοιτητή ανατομίας που κατασκευάζει ένα όν -το Τέρας- αποτελούμενο από άψυχα ανθρώπινα μέλη, αυτήν τη φορά μιλά για το μοχθηρό γίγνεσθαι στο οποίο κατοικούμε, όντας μάλιστα δημιουργοί του. Βάση της ιστορίας της είναι η οικογένεια με τις παθογένειες της, μια μικρογραφία της κοινωνίας που λειτουργεί σαν τον Κρόνο, αφού μεταφορικά τρώει τα παιδιά της, στην κυριολεκτική της διάσταση επιβάλει απωθημένα γονέων, παρεμβαίνοντας, ευνουχίζοντας, εξοντώνοντας. Η γνωριμία με την οικογένεια στο πρώτο μέρος αποτελεί μια ευφρόσυνη στιγμή, απολαυστική. Με αφετηρία τη συνθήκη αυτή χτίζεται μια παράσταση στην οποία παρεισφρέει ό,τι κανείς μπορεί να φανταστεί. Τα πάντα (επαν)αξιολογούνται και εν τέλει αποδομούνται, εκτίθενται  με σαρκαστικό χιούμορ, ισχυρή πρόκληση, που φτάνει στα όρια της τρανταχτής ενόχλησης, ενώ δεν διαφαίνεται η παραμικρή αχτίδα φωτός, καθώς άπαντα παραμένουν στο διηνεκές: στερεοτυπικές συμπεριφορές, έμφυλη βία, αστυνομικός παροξυσμός, ψυχική άλωση.

 

Ευδιάκριτη και η αυτοαναφορικότητα της δημιουργού καθώς αποδομεί και τον ίδιο της τον χαρακτήρα, στιγμές του δικού της καλλιτεχνικού παρελθόντος, ανησυχία για το -γενικότερο- μέλλον, αλλά και για την ευμετάβολη ιδιοσυγκρασία της. Η προκλητική, ξεγυμνωτική -στην κυριολεξία- περιπέτεια της έμπνευσης μπορεί να δώσει εκ πρώτης την εντύπωση της ναρκισσιστικής, με αλαζονικό τρόπο καταγραφής της δήθεν ανησυχίας. Καταλαγιάζοντας όμως αισθανόμαστε ότι είναι κάτι πέρα από αυτό, ένας σύνθετος διάλογος -μονόλογος αν εστιάσουμε στο παραλήρημα της Κιτσοπούλου- για την τέχνη, τα ερεθίσματα της έμπνευσης, την αγωνία της διατήρησης, τα όρια. Ως δύσκολο στη δεκτικότητα θέαμα, καθότι δεν υπολογίζει απαραίτητα τους πολλούς, θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον προσποιητό νατουραλισμό, τη φτηνή -για χάρη εντυπώσεων- απεικόνιση. Λειτουργεί, ωστόσο, αν και όχι ευδιάκριτα εξαρχής, ως μια παρατεταμένη σάτιρα για τα θέλω, τις προσδοκίες, την κοινή γνώμη, ένα πικρόχολο -έντονα υπαρξιακό- σχόλιο στην καθολική επικαιρότητα, που, κατά τη γνώμη μας, δεν γίνεται με ελαφρά την καρδία απλώς να το απορρίψεις, επειδή αναγκάζει να βγεις έξω από τα νερά σου και τις χαρτογραφημένες περιοχές.

 

H Κιτσοπούλου, διερωτώμενη για το τίμημα της δημιουργίας, μέσα από την ερεβώδη σάτιρά της δίνει την ανάλογη απάντηση, εκφράζοντας έναν κρυμμένο μας θυμό για μια κοινωνία που πάσχει. Στον -χαμένο- παράδεισο χωρούν πολλά και αντιφατικά, έτσι όπως μπορεί ποικιλοτρόπως να προσδιορίζεται το νόημα της ζωής για τον καθένα: ουτοπίες προσωπικές που δεν εκπληρώθηκαν και πρέπει να πραγματωθούν δια μέσω άλλων, η απόλαυση της εξουσίας, η απαλλαγή από ευθύνες, η επίθεση σε ό,τι παρεκκλίνει, η ευτυχία έστω και στην εφήμερη εκδοχή της, η αγωνία για δημιουργία. Η τελευταία φαίνεται να αποκτά την πλέον βαρύνουσα σημασία, εμφανίζεται ως επιτακτική ανάγκη για προσωπική έκφραση, με την Κιτσοπούλου να κάνει ευθέως αναφορά στη δική της αγωνία για δημιουργία απέναντι σε ένα κοινό που αποζητάει συνεχώς το καινούργιο, την πρωτοπορία. Η σχέση, ωστόσο, καλλιτέχνη και κοινού είναι τόσο αλληλεπιδραστική που μπορεί να οδηγήσει τον πρώτο ακόμα και στον εγκλωβισμό,  ο σπουδαίος κριτικός της λογοτεχνίας Roland Barthes, προσδιορίζοντας το ιδιότυπο του πράγματος (1), ανέφερε ότι η υπεροχή της ερμηνείας του “έργου” από κάθε μεμονωμένο αναγνώστη έναντι οποιουδήποτε “οριστικού” νοήματος που επιδιώκει ο δημιουργός μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση του νοήματος, ακόμα και σε αδυναμία πρωτότυπης δημιουργίας.

 

Σπουδαίες ερμηνευτικές στιγμές των Χριστίνας Αντωναράκη, Γιώργου Βουρδαμή, Χρήστου Καραβέβα, Νίκου Καραθάνου, Έμιλυς Κολιανδρή, Γιάννη Κότσιφα, Ιωάννας Μαυρέα, Πάνου Παπαδόπουλου, Φώντα Μίχου, Ηλία Μουλά, που χτίζουν με δύναμη και παλμό τον ιδιότυπο, αταξινόμητο κόσμο της Κιτσοπούλου, τύποις αλλά και ουσία γκρεμίζοντάς τον.

 

*(1) Roland Barthes, " O θάνατος του συγγραφέα", στο Η λογοτεχνική θεωρία του 20ου αιώνα, Ανθολόγιο κειμένων, επιμ. Κ.Μ. Newton, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013.

 

Ταυτότητα παράστασης:


Σύλληψη, Κείμενο & Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά & Σχεδιασμός Βίντεο: Τεό Τριανταφυλλίδης
Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Sound Design: Κώστας Λώλος
Ηχολήπτης: Κωστής Παυλόπουλος
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Χριστίνα Αντωναράκη, Γιώργος Βουρδαμής, Χρήστος Καραβέβας, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Φώντας Μίχος, Ηλίας Μουλάς, Πάνος Παπαδόπουλος

Βοηθός σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου
Β' βοηθός σκηνοθέτη: Σαβίνα Τσάφα
Βοηθός παραγωγής & φροντιστηρίου: Νίκος Χαραλαμπίδης
Βοηθοί σκηνογράφου: Nathan Carey, Ναταλία Φραγκαθούλα
Βοηθός ενδυματολόγου: Τζίνα Ηλιοπούλου

Εκτέλεση Παραγωγής: POLYPLANITY Productions/ Γιολάντα Μαρκοπούλου & Βίκυ Στρατάκη

Ανάθεση – Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Κατάλληλο για ηλικίες 18+

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Προμηθευτείτε το εισιτήριό σας εδώ.

 

 

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.