Είδαμε: "Αντιγόνη" του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία U. Rasche // Μια εμβληματική στιγμή για τη νεότερη ιστορία της Επιδαύρου
2025-06-30
Πολλά είναι τα κείμενα και οι αναλύσεις που έχουν γραφεί στο πέρασμα των χρόνων για τη μυθική ηρωίδα και το ομότιτλο έργο του Σοφοκλή. Σπουδαίοι, όπως ο Χέγκελ, ο Κίρκεγκωρ, ο Σέλινγκ, ο Σέλλεϋ έχουν αναλογιστεί γύρω από το πρόσωπο της Αντιγόνης, εξάγοντας ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα. Στο πλαίσιο αυτό η ιδέα του τραγικού φεύγει από το χωροχρονικό πλαίσιο της τραγωδίας και εξελίσσεται σε μια έννοια με ισχυρή θεωρητική και μεταφορική ισχύ. Με θεμελιακή αφετηρία τις επεξεργασίες της Αντιγόνης από τους Χέγκελ -το έργο του Η Φαινομενολογία του vου αποτελεί σημείο αναφοράς σε όλους σχεδόν τους μετέπειτα μελετητές που προσεγγίζουν την Αντιγόνη πέρα από ένα παραδοσιακό πλαίσιο- σύγχρονοι φιλόσοφοι, κριτικοί της λογοτεχνίας, θεωρητικοί του δικαίου και της πολιτικής σκέψης παίρνουν το χρίσμα για νέες διαπραγματεύσεις στο σύμβολο Αντιγόνη, διασταυρώνοντας το ψυχικό με το πολιτικό, θέτοντας ερωτήματα, όπως αν η επιθυμία της Αντιγόνης είναι μια πολιτική πράξη που εμπεριέχει την πρόοδο και τη ρηξικέλευθη αντίδραση ή για το αν μια ηρωική ηθική είναι αρκετή να ταυτιστεί με την αλλαγή στην κοινωνικοπολιτική δομή. Ακόμα και αν η ίδια λειτουργεί από ατόφια αδελφική αγάπη ή ως αντίδραση στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση που υπαγορεύει και απαγορεύει. Είναι δυνατόν, όμως, μέσω της πράξης της να πετύχει μια ριζική αλλαγή στην υπάρχουσα κοινωνική δομή; Δεν ξέρουμε τι τελικά επιθυμεί ή καλύτερα τι επιθυμεί περισσότερο. Η παράφορη αγάπη προς τον έναν μόνο αδερφό της απηχεί ενδεχομένως μια γενικότερη "αναρχική" αντίληψη στην ευταξία, στα θεσπίσματα, στους ηγέτες. Της δίνεται τώρα η αφορμή να εναντιωθεί στο κατεστημένο. Και ίσως για να παρουσιάσει μια διαφορετική στάση ζωής από την παθητικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας -ιδιαίτερα των γυναικών- όπως επιδιώκουν οι ισχυροί, εν προκειμένω ο Κρέοντας. Η ίδια στέκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, σε μια νοητή συνοριακή γραμμή. Το τέλος της εξάλλου είναι προδιαγεγραμμένο, Η κατάρα για την οικογένειά της δεν έχει ολοκληρωθεί. Κατά συνέπεια είναι προορισμένη να διαπράξει ένα παρόμοιο τραγικό έγκλημα. Το έγκλημά της είναι ότι θα υπερασπιστεί εκείνη την επιλογή που περιέχει την υπέρβαση. Από την άλλη, οι αρνήσεις του Κρέοντα απέναντι στο ηθικά πρέπον εξυπηρετούν μια οργανωμένη πρακτική της λήθης, που κάθε πόλη πρέπει να χρησιμοποιεί για να απαγορεύει ότι αμφισβητεί τη νομιμοποίηση του θεσμού της πολιτείας. Αυτό πιθανόν να εξυπηρετεί και το άτολμο του χαρακτήρα της Ισμήνης, να φωτιστεί περισσότερο το παράλογο της Αντιγόνης και να παρουσιάσει πού οδηγούν οι απερισκεψίες απέναντι στην πόλη. Είχαν προηγηθεί αυτές του αδερφού της Πολυνείκη, τώρα οι δικές της. Αμφότερες καταλήγουν στον άτιμο θάνατο. Στη συλλογιστική αυτή ο Κρέοντας δεν είναι απλώς ο ηγεμόνας του κράτους αλλά μια διαφορετική τακτική της elit, όπου συνωμοτεί με τη νεοεμφανιζόμενη δημοκρατία και υιοθετεί πολλούς από τους στόχους της ως δικούς του. Επιστρατεύει την ηγεμονία στην υπηρεσία των δικών του σκοπών, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της πόλης. Η Αντιγόνη, ως εκπρόσωπος της αριστοκρατικής γενιάς, δεν σκοπεύει να συνεργαστεί με τον εχθρό. Οι δύο πρωταγωνιστές επί της ουσίας αντιπροσωπεύουν τις δύο αντίθετες στάσεις στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτειακού συστήματος της δημοκρατίας. Ορισμένοι αποδέχονται τη νέα δημοκρατική πόλη και τις αξίες της, κάποιοι άλλοι την απορρίπτουν και αρνούνται τον παραμικρό συμβιβασμό. Στο συγκρουσιακό δίδυμο Αντιγόνη-Κρέοντας φαίνεται -παραδόξως- να υπάρχει και μια κοινή, ιδεοληπτική αντιμετώπιση του σώματος του Πολυνείκη, που γίνεται ακόμα πιο έντονη με την εντυπωσιακή σιωπή σε ό,τι αφορά την ψυχή του. Οι δύο τους μάχονται και αγωνιούν μόνο για το φθαρτό σώμα, την ύλη, όχι για την ψυχή, το άυλο. Αυτή η όμοια θεώρηση φαίνεται να είναι και ο μόνος κοινός τους τόπος σε όλη την τραγωδία, κάνοντας ακόμα πιο ενδιαφέροντα και περίπλοκο τον προβληματισμό για τα ενδότερα κίνητρα της Αντιγόνης.

Παράσταση:
Να φέρνεις πάντα κάτι νέο, ακόμα και…χιλιάδες χρόνια μετά, αυτό είναι τέχνη: παραφράζοντας το φετινό σύνθημα του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου συμπυκνώνουμε την πρόταση του Ulrich Rasche: Ριψοκίνδυνη, ρηξικέλευθη, ουσιαστική, επιτυχής. Φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης, που μας είχε προϊδεάσει σχετικώς στην προ διμήνου συνέντευξη τύπου, είχε μελετήσει τις ποικίλες διατυπώσεις για την Αντιγόνη, είναι εξάλλου Γερμανοί οι περισσότεροι αναγνωρισμένοι θεωρητικοί της κλασικής γραμματείας. Ασφαλώς όποιος ήρθε στην Επίδαυρο με τη διάθεση να δει μια συμβατική προσέγγιση στην Αντιγόνη, όπως πιθανόν τη γνώρισε στα σχολικά χρόνια, είναι αναμενόμενο να βρει πολλά μειονεκτήματα συγκριτικά, να τη χαρακτηρίσει λειψή. Γιατί είναι αλήθεια ότι διαφοροποιείται σε επιμέρους, όχι όμως στην ουσία: η Ισμήνη και η Ευρυδίκη απουσιάζουν ως ρόλοι, ο ρόλος της πρώτης μετατίθεται στον Κρέοντα, η τραγωδία ξεκινά κατευθείαν με τον ίδιο τον βασιλιά να διατυπώνει τις απαγορεύσεις του και σχεδόν αμέσως να ενημερώνεται για την παραβίασή τους, λυρικά μέρη έχουν αφαιρεθεί, οι συγκρουσιακές συνυπάρξεις του Κρέοντα με την Αντιγόνη, τον Αίμονα και τον Τειρεσία δεν είναι, όπως παραδοσιακά συνηθίζεται, θορυβώδεις και εκρηκτικές, παραμένουν, ωστόσο, δυναμικές. Το σκηνικό μοτίβο, χαρακτηριστικό του Rasche, γνώριμο και από τον τριετίας Αγαμέμνονα: μια μεγάλη στρογγυλή μαύρη επιφάνεια, που περιστρέφεται σε όλη τη διάρκεια και οι ηθοποιοί μαζί της, μια αξιοθαύμαστη χορογραφική κινησιολογία και ένα άρτιο εικαστικό αποτέλεσμα. Ο λόγος των ερμηνευτών, συνεχής και έμμετρος, στοιχείο ασύνηθες, δεν βοήθησε ιδιαίτερα σε ένα πιο “ανοικτό” άκουσμα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έλειπαν από επιλογή σπουδαίοι στίχοι. Δημιουργήθηκε ενδεχομένως ένα μονότονο πλαίσιο, ας μην παραβλέπουμε, ωστόσο, την επιλογή της ποιητικής μετάφρασης του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Ατμόσφαιρα υποβλητική με τη -ζωντανή- μουσική θρίλερ και τη σκηνική εικόνα να θυμίζει κινούμενο ρολόι: ο χρόνος κυλά αδυσώπητα, οι άνθρωποι αγωνίζονται (με την αντίθετη προς τη φορά του ρολογιού κίνηση) να ισορροπήσουν σε ό,τι προκύπτει κατά τη διάρκειά του, κάθε παραπάτημα μπορεί να είναι μοιραίο. Ένας ήχος σαν από εκκρεμές παραπέμπει στους παλμούς της καρδιάς ή και για να θυμίσει ότι το τέλος πλησιάζει, τίποτα δεν έχει ισχύ παντοτινή. Στη συνθήκη αυτή δεν γίνεται λόγος για ερμηνείες καλές ή ικανοποιητικές, αλλά για ομαδικό ερμηνευτικό άθλο. Ξεκινώντας από τον χορό (Γιώργος Ζιάκας, Δημήτρης Καπουράνης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργης Παρταλίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα, Γιάννης Τσουμαράκης, Στρατής Χατζησταματίου), παρών σε όλη τη διάρκεια, παρατηρούμε όχι μόνο την κίνηση των σωμάτων, αλλά και την έκφραση, τον απόλυτο συγχρονισμό στον ταυτόχρονα εκφερόμενο έμμετρο λόγο. Ευδιάκριτες μονάδες συνθέτουν το κοινό σώμα, έναν σημαντικό συμπρωταγωνιστή. Ο Γιώργος Γάλλος, σπουδαίος ηθοποιός και συνεχώς εξελισσόμενος, εδώ γίνεται η κυρίαρχη φιγούρα, που διατάζει, συγκρούεται, καταρρέει. Ένας ήρωας, ο πλέον τραγικός στο έργο λόγω των πολλαπλών ανοικτών μετώπων -υπενθυμίζουμε την άποψη μελετητών που θεωρούν τον τίτλο Κρέων ως τον πιο κατάλληλο για το κείμενο-, που μας δόθηκε με την πρόταση του Rasche, δια του Γ. Γάλλου, η δυνατότητα να στρέψουμε τα φώτα επάνω του: δεν είναι μόνο ένας αδυσώπητος τύραννος, αλλά και ένας άνθρωπος που πεισμώνει, νιώθει το αίσθημα της απειλής, παραλογίζεται, μετανιώνει, αγωνιά, σπαράζει, συνθλίβεται. Είδαμε την ανθρώπινη διάσταση σε αυτόν τον χαρακτήρα, τι άλλο μπορεί να κρύβεται πίσω από τον μανδύα του σκληροπυρηνικού μονάρχη. Η Κόρα Καρβούνη ήταν πλήρως εκπαιδευμένη σε μια Αντιγόνη που χωρίς πολλά-πολλά είναι αποφασισμένη να οδηγηθεί στον θάνατο. Δεν διαπραγματεύεται το τέλος της, "ανοίξτε τα μάτια, είμαι η τελευταία του οίκου" μας φωνάζει συνταρακτικά. Κατεβαίνει από την κινούμενη σκηνή, ο χρόνος για εκείνην έχει τελειώσει. Διασχίζοντας το κοίλον φεύγει για τον Άδη, χάνεται ανάμεσα στο κοινό, κρατώντας από το χέρι τον Αίμονα, μια στιγμή συγκλονιστική (θα τους δούμε λευκοντυμένους και πάλι στο κλείσιμο της παράστασης), που συμπληρώνεται με μια αντίστοιχη επί σκηνής: το μαυροντυμένο ζευγάρι που μόλις αναχώρησε διαδέχεται ένα άλλο, ο Τειρεσίας με το παραπαίδι του. Είδαμε την αρχή της πορείας προς τον θάνατο, ήρθε και η ώρα της λεκτικής επισφράγισής του. Η Φιλαρέτη Κομνηνού (Τειρεσίας) έφτασε για να αναγγείλει τα φοβερά και τρομερά μελλούμενα. Όχι τόσο με έμμετρη εκφορά, αλλά περισσότερο με στυλ τραγωδού, έδειξε την εμπειρία και το σκηνικό της σφρίγος. Με λόγο ηχηρό και καθάριο, σκόπιμη ή μη από τη σκηνοθεσία η διαφοροποίηση αυτή, οδηγεί στην αποκάλυψη, στη συντριβή του Κρέοντα και στη λύση της τραγωδίας. Οι Θάνος Τοκάκης (Φύλακας) και Δημήτρης Καπουράνης (Αίμονας) -ιδιαίτερα στη σύγκρουσή του με τον Κρέοντα-, αποδείχθηκαν πλήρως εναρμονισμένοι στη φιλοσοφία του Rasche, σημαντικότατη στιγμή για αμφότερους.

Σύνολο: Στόχος εδώ δεν ήταν να παρουσιαστεί η Αντιγόνη ως πρότυπο αρετής και ανθρωπισμού, σύμφωνα δηλαδή με τις στερεοτυπικές παραδοχές και προσεγγίσεις, αλλά να συσχετιστεί με ποικίλες παραμέτρους, ταυτιζόμενες με την πολιτική και τις εκάστοτε συνθήκες της, την ηθική και το δίκαιο, το φύλο, την οικογένεια και τους συγγενικούς δεσμούς ευρύτερα, την πόλη και τα όρια δράσης των υποκειμένων της. Με ζητήματα δηλαδή που απασχολούν και το σήμερα, καθιστώντας το κείμενο του Σοφοκλή παντός καιρού και επιστητού, ενώ θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την κεντρική του ηρωίδα "εν εξελίξει", βρισκόμενη υπό συνεχή διαμόρφωση. Το εγχείρημα ήταν υποδειγματικό προς αυτήν την κατεύθυνση, συναρπαστικό γενικότερα, πολύτιμο για το θεατρικό γίγνεσθαι.
*Για τις διαφορετικές προσεγγίσεις στην Αντιγόνη: Τζελέπη Ε. (επιμ.), Αντινομίες της Αντιγόνης, Κριτικές θεωρήσεις του πολιτικού, ΕΚΚΡΕΜΕΣ, Αθήνα 2014 & Steiner G., Οι Αντιγόνες. Ο μύθος της Αντιγόνης στη Λογοτεχνία, τις τέχνες και τη σκέψη της Εσπερίας, ΚΑΛΕΝΤΗΣ, Αθήνα 2002.
* η παράσταση παρουσιάστηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2025, αποκλειστικά στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (27-29/6).

Η στήλη με ιδιαίτερη χαρά φιλοξενεί και τις σκέψεις του Lorenzo Saccon, ιστορικού από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, (συν)θεατή της παράστασης:
"Όταν ξεκινάει η παράσταση, η πύλη της Θήβας απεικονίζεται απλώς από δυο κίονες ακτίνων και ενώπιον τους η σκηνή είναι μια πεδιάδα που δέχεται το πλήγμα των ανεμών. Ο χορός, σαν να γεννιέται από τη γη, σέρνεται στο περιστρεφόμενο πάλκο και αγωνίζεται κατά της τροπής των αναπόδραστων γεγονότων καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.Το σκηνικό υπονοεί κομψά με την αλλαγή του φωτός της πύλης, είτε τον ήλιο που καίει με θεϊκή οργή τους Θηβαίους, είτε την είσοδο του Άδη που ανοίγει για την Αντιγόνη και τον Αίμονα για το τραγικό τελος.
Αναμφίβολα, δεν πρόκειται για μια παραδοσιακή εκτέλεση. Υπό την πίεση της μουσικής, ο Κρέων και η Αντιγόνη ξετυλίγουν μια σύγχρονη απαγγελία της αρχαίας τραγωδίας, όπου η σύγκρουση μεταξύ διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων εξαγνίζεται και αποστάζεται ως τις φιλοσοφικές της προεκτάσεις, υπερβαίνοντας τη συνήθη εκφραστικότητα που ίσως αναμέναμε από μια θεατρική παράσταση. Αντί αυτού οι εκφράσεις τους μεταμορφώνονται σε προσωπεία τρόμου μπροστά στην αναπότρεπτη μοίρα.Υπάρχει λόγος που οι ατάκες των ηθοποιών είναι σπασμωδικές, οι κινήσεις τους μαριονετικές, διότι πρόκειται για μια αδυσώπητη πορεία.
Ο Κρέων, ειδικά, παρουσιάζεται ανίκανος να διαφύγει από τους κανόνες που κατανοεί ως ορθούς· και ο ηθοποιός που τον υποδύεται (Γ. Γάλλος) το καθιστά εμφανές με τις μηχανικές κινήσεις του σώματός του. Αντιστοίχως το κείμενο, με μια θαυμαστή μετάφραση συχνά εκτοξεύεται προς το κοινό σαν κατηγορία. Η Αντιγόνη και ο Κρέων εκθέτουν τις θέσεις τους σχεδόν βίαια, ενώ ο Χορός υπερκαλύπτει τις φωνές τους με τη δική του, υποστηρίζοντας και τις δύο πλευρές, χωρίς να προσφέρει λύση. Ωστόσο, καθίσταται σαφές ότι, παρόλο που και οι δύο πλευρές ακούγονται, είναι η Αντιγόνη που ενσαρκώνει την ηρωίδα του έργου. Εκείνη και ο Αίμονας εγκαταλείπουν την περιστρεφόμενη σκηνή και περπατούν μέσα στο πλήθος, αντικρίζοντας τους νόμους που θεωρούν αληθινούς, εκείνους της συμπόνιας και της αγάπης. Όταν ο Τειρεσίας αρχίζει επιτέλους να υπονομεύει την πεποίθηση του Κρέοντα, είναι πλέον αργά. Και πάλι, αν και ο Κρέων αντιλαμβάνεται το σφάλμα του, καθώς αρχίζει να "σκέφτεται ορθά", επιστρέφει σερνόμενος, όπως στην αρχή της παράστασης. Γυμνοί, δίχως πρόσωπα, μέσα στο κόκκινο φως που τους λούζει, η Αντιγόνη και ο Αίμονας στέκονται πια ως καταχθόνια αγάλματα, που τιμούν με ζοφερό τρόπο την πίστη τους και κατηγορούν τον Κρέοντα.
Η παράσταση δεν εντυπωσιάζει μόνο τεχνικά και σκηνογραφικά, αλλά η απόστασή της από την κλασική παρουσίαση ανοίγει διάλογο με σύγχρονα προβλήματα. Τα κεντρικά θέματα, επαναλαμβανόμενα σχεδόν μανιωδώς με τις ερμηνείες και τη μουσική, μιλούν για την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε, για την εύθραυστη φύση των θεσμών μας".

Ταυτότητα παράστασης: εδώ
Περισσότερες πληροφορίες: εδώ
