Βαμμένα κόκκινα μαλλία - Κώστας Μουρσελάς
2025-12-14
Υπάρχουν βιβλία με τα οπόια “κολλάς” από την πρώτη σελίδα και άλλα που εξίσου εύκολα μπορείς να τα βαρεθείς και ας θεωρούνται αριστουργήματα. Η ανάγνωση και η απόλαυση ενός βιβλίου είναι κατά κύριο λόγο θέμα υποκειμενικό.
Η περίπτωση του βιβλίου του Κώστα Μουρσελά για τον γράφοντα ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Το μυθιστόρημα του Μουρσελά είναι σε μεγάλο βαθμό βιωματικό και αυτοβιογραφικό. Στο ρόλο του αφηγητή είναι ο διανοούμενος Μανωλόπουλος που στις σελίδες του βιβλίου ανατρέχει σε σημαντικά γεγονότα της ζωής του. Εκτός, όμως, από τα προσωπικά αυτά βιώματα, η αναδρομή αυτή έχει αναφορά και στην ευρύτερη εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Μουρσελάς με μαεστρία καταφέρνει να ταυτιστεί ο αναγνώστης με το πρωταγωνιστικό δίδυμο: τον ατίθασο, ρεμπέτη “Λούη” και τον καπιεσμένο γραφιά Μανωλόπουλο. Το δίδυμο αυτό έχει ένα συμβολικό χαρακτήρα που περιγράφει το ανθρώπινο θυμικό. Με όρους ψυχανάλυσης, το “εγώ” (επιθυμίες) και από την άλλη το “υπερεγώ” ("πρέπει", καταναγκασμοί). Ο Λούης δεν είναι παρά το alter ego του Μανωλόπουλου.
Η σχέση των δύο χτίζεται στην εφηβεία, κατά τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, στις γειτονιές του Πειραιά (γενέτειρα και του συγγραφέα). Στις σελίδες του βιβλίου η σχέση αυτή είναι κεντρική και διαχρονική. Γύρω τους αλλάζουν τα πάντα, η φτωχική Ελλάδα του εμφυλίου αναπτύσσεται, οι πόλεις αλλάζουν, οι μονοκατοικίες δίδονται για αντιπαροχή, κομμάτια του πληθυσμού καταφέρνουν να ανελιχθούν κοινωνικά.
Οι ίδιοι αλλάζουν σπίτια, γειτονιές, συντρόφους, γνωρίζουν προσωπικές και συλλογικές διαψεύσεις. Ο Μουρσελάς με έμμεσο τρόπο θίγει την παρακμή των συλλογικών αγώνων και την επικράτηση του άκρατου ατομικισμού. Αυτό που περιγράφει γλαφυρά στο βιβλίο του είναι ο Ελληνας μικροαστός που βρέθηκε "εν μια νυκτί" στην άλλη όχθη, βολεύτηκε, έκανε καριέρα, κυνήγησε το εύκολο χρήμα. Ο Μουρσελάς δεν στηλιτεύει, αλλά περισσότερο παρατηρεί, με μια δόση θλίψης, της απότομες αλλαγές στον κοινωνικό ιστό.
Παρ'όλα αυτά, η φιλία Λούη- Μανωλόπουλου θα αντέξει, καθώς και δεν μπορεί να κάνει ο ένας δίχως τον άλλον. Ο Λούης θυμίζει κάτι από την παλιά, ξεπεράσμενη, Ελλάδα. Το στυλ ενός μποέμ Ζορμπά, που κατέντησε φολκλόρ, παραμένει, όμως, σε όψεις του, γοητευτικό. Και για τους δύο, το γυναικείο φύλο αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο. Επίσης, όμως, με διαφορετικούς όρους για τον καθένα.
Για τον Μανωλόπουλο η γυναίκα είναι κάτι εξιδανικευμένο (στο πρόσωπο του αιώνιου απωθημένου, της Μάρθας) , για τον Λούη κάτι εύκολο και ευκαιριακό. Όταν τα πράγματα ζορίζουν, οι δυο τους θα δώσουν το καθιερωμένο τους ραντεβού στο παραθαλάσσιο καφενείο, για ουζάκι και κουβέντα κάτω από τα αστέρια, μέχρι να μεθύσουν. Είναι ο δικός τους τρόπος διαφυγής από την πραγματικότητα.
Τα Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά είναι ένας ύμνος στα χρόνια της νιότης, στην ανδρική φιλία, στην εμπιστοσύνη και το φιλότιμο. Μια υπόμνηση ότι κάποιες αξίες μένουν ακλόνητες, ακόμη και όταν όλα γύρω καταρρέουν.
Το βιβλίο είχε την τύχη να μεταφερθεί εξαιρετικά στην τηλεόραση από τον γνωστό σκηνοθέτη, Κώστα Κουτσομύτη.