Διαβάσαμε τη διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» της Μ. Κόντζογλου | Εκδ. Μεταίχμιο

Διαβάσαμε τη διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» της Μ. Κόντζογλου | Εκδ. Μεταίχμιο

«Σκουριά και χρυσάφι». Από αυτά τα συστατικά αποτελείται η ζωή των ηρώων της ομώνυμης διλογίας. Σε διαφορετικές αναλογίες αυτά τα δύο συστατικά άλλοτε αποτελούν τη μαγεία κι άλλοτε την καταστροφή.

Ο Αγγελής Βαμβακάς, ο πατριάρχης της οικογένειας, είναι ένας Ψαριανός νέος, ο οποίος μεταναστεύει γιατί ο τόπος του καταστράφηκε (1824). Φτάνει στην Εύβοια έτοιμος για να πετύχει. Και τα καταφέρνει. Ανοίγει ένα μπακάλικο και εξαιτίας της εργατικότητάς του γρήγορα ο «ξένος» θα έχει το καλύτερο μπακάλικο του Νεγρεπόντε. Όμως η επαγγελματική επιτυχία, δεν κρύβει και την προσωπική ευτυχία. Ο πρώτος του γάμος θα ολοκληρωθεί με την αυτοκτονία της συζύγου του και με τρία ορφανά παιδιά. Ο δεύτερος γάμος δεν αργεί να συμβεί. Ένας γάμος που θα του χαρίσει 9 ακόμη παιδιά και μια σύζυγο-βράχο.

Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά της οικογένειας μεγαλώνουν και αναζητούν μια καλύτερη τύχη εκτός της Χαλκίδας και της Εύβοιας. Ο Αντώνης, γιος του Αγγελή από τον πρώτο του γάμο κάνει την αρχή. Τι κι αν ο πατέρας του διαφωνεί; Εκείνος θα βρει τη στήριξη της μητριάς του Τερέζας και θα ανοίξει τα φτερά του. Θα ακολουθήσει η αδερφή του, Αυγουστίνα, η οποία θα γίνει Δεσποινίδα των Τιμών στη βασίλισσα Αμαλία. Τα δύο αδέρφια θα μεγαλουργήσουν στην Αθήνα, όπως βλέπουμε στο «Πόρτο Λεόνε». Για να καταφέρει ο Αντώνης να χτίσει μια σπουδαία οινοποιία θα καταφύγει σε συμμαχίες. Συμμαχία με τη βασίλισσα, όπου μεσολαβεί η αδερφή του, συμμαχία με τον εφοπλιστή Χατζηγιαννάκο, όπου πάλι το εξιλαστήριο θύμα είναι η Αυγουστίνα που θα παντρευτεί τον υιό Χατζηγιαννάκο.

Έναν αιώνα της ελληνικής ιστορίας διατρέχει η διλογία της Μαίρης Κόντζογλου «Σκουριά και χρυσάφι». Βλέπουμε την Ελλάδα μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια Ελλάδα γεμάτη διχόνοια, εμφύλια πάθη, σπαραγμούς, οικονομικές κρίσεις. Που όμως έχει κι ανθρώπους, όπως ο ήρωας του βιβλίου Μάρκος Πόθος, που ονειρεύονται έναν κόσμο ισότητας. Τι κι αν αυτό δε θα συμβεί ποτέ; Εκείνοι δεν παύουν να μάχονται. Έστω κι αν είναι οι λίγοι, αφού οι υπόλοιποι προτιμούν να είναι «φιλήσυχοι», υπηρετώντας μεν το σύστημα, επωφελούμενοι από αυτό δε.

Και μέσα σε όλα αυτά κι ο έρωτας. Έρωτες ανομολόγητοι, όπως αυτός του Αντώνη. Έρωτες παράνομοι, όπως αυτός της Αυγουστίνας. Έρωτες υγιείς, όπως αυτός του Αγγελή με την Τερέζα. Έρωτες ανεκπλήρωτοι, όπως αυτός του Μάρκου Πόθου. Έρωτες καταστροφικοί, όπως αυτός της Βικτωρίας. Έρωτες υλικοί, όπως αυτός του Μάνου για το τζόγο. Μα όλοι έχουν ένα κοινό, τη φλόγα, εκείνο το πάθος που σε καίει. Γιατί χωρίς αυτή τη φλόγα ο άνθρωπος δεν υπάρχει, δε ζει.

Η Κόντζογλου κατάφερε κάτι σπουδαίο: να συνδυάσει την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μοναδικά.  Ο πρώτος τρόπος προσδίδει μια εγκυρότητα, ο δεύτερος μια αλήθεια. Ο Αντώνης γίνεται η φωνή της οικογένειας Βαμβακά για να εξιστορήσει την άνοδο και την πτώση τους ένα βράδυ του 1899, λίγο πριν πεθάνει. Είναι, όμως, παράλληλα κι η φωνή του Έλληνα του 19ου αιώνα που προσπάθησε να ξεφύγει από την ένδεια ονειρευόμενος μια καλύτερη ζωή.

Μια άκρως ενδιαφέρουσα αναγνωστική πρόταση, ειδικά για εκείνους που ενδιαφέρονται για την ιστορία της χώρας, όχι όμως δοσμένης από ιστορικούς. Το μόνο ζήτημα είναι πως θα τελειώσει σύντομα, αφού θα διαβαστεί απνευστί.

subscribe

Συμπληρώστε το email σας για να γίνετε συνδρομητής στο deBόp. Το email σας θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από το deBόp και μόνο για την αποστολή της εβδομαδιαίας agenda και περιοδικών newsletter ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Καταχωρώντας εδώ το email σας, αποδέχεστε την πολιτική απορρήτου μας.